Σοσιαλδημοκρατική πολιτική: αδιέξοδα και προοπτική - το παράδειγμα της Ελλάδας
Η Διαλεκτική διδάσκει πως τα πάντα βρίσκονται σε μια διαδικασία ασταμάτητης αλλαγής, σε κατάσταση δημιουργίας και θανάτου. Αυτές οι διεργασίες, που κινούνται και διεκπεραιώνονται με διαφορετικούς ρυθμούς μέσα στον χρόνο, διέπουν την πορεία και την εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας. Κι αν γράφονται αυτά, είναι επειδή πρέπει να παρακολουθήσουμε το τι συμβαίνει γύρω μας, κοντά και μακριά από μας, σε όλο τον κόσμο - και να τα παρατηρήσουμε μέσα στη διαλεκτική τους σχέση με τις οικονομικές και τις πολιτικές εξελίξεις, όπως αυτές εξελίσσονται στις σημερινές συνθήκες.
Όταν κατάρρευσε η Σοβιετική Ένωση, οι εκπρόσωποι του καπιταλισμού στη Δύση την υποδέχτηκαν με χαρές και πανηγύρια. Στα μάτια τους φάνταζαν όλα υπέροχα, και στα κεφάλια τους εγκαταστάθηκε μια πίστη ακλόνητη πως το σύστημά τους θα είναι το τελευταίο κοινωνικό σύστημα, με τα καλά του και τα κακά του. Θεώρησαν και πρόβαλαν την αποτυχία της σταλινικής Σοβιετικής Ένωσης ως αποτυχία του κομμουνισμού και επιβεβαίωση της ανωτερότητας της ιδεολογίας του καπιταλισμού. Από ιδεολογικής άποψης, η εργατική τάξη αισθάνθηκε ορφανή, ενώ η αστική τάξη της Δύσης παντοδύναμη. Στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής η υπεροψία εκτινάχτηκε στα ύψη, η αλαζονεία μεσουράνησε. Το πανηγύρι όμως δεν κράτησε για πολύ· μαύρα σύννεφα μαζεύτηκαν πάνω από τα κεφάλια τους· τα όνειρά τους κονιορτοποιήθηκαν με την εμφάνιση της κρίσης στην αμερικανική οικονομία το 2008.
Από τότε και μετά, αυτό που παρατηρείται είναι η αδυνατότητα επίλυσης των προβλημάτων, που οδηγεί στη δημιουργία πιέσεων και ενεργοποιεί την ταξική αντιπαράθεση. Η εργατική τάξη και όλα τα καταπιεσμένα στρώματα κινητοποιούνται και ασκούν πιέσεις στην ηγεσία τους. Όλοι και όλα δοκιμάζονται μέσα στην κίνηση της καθημερινής ζωντανής πραγματικότητας. Αυτό παρατηρείται σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό της Ελλάδας. Εκεί, οι όροι για την οικονομική κρίση είχαν ωριμάσει κάτω από την επιφάνεια, και μάλιστα σε βαθμό που έκαναν την εκδήλωσή της τόσο απότομη και δυνατή, που τάραξε συθέμελα ολόκληρη την κοινωνία. Όλα τα βλέμματα των κοινωνιών της Ευρώπης είχαν τότε στραφεί προς τα εκεί, επειδή η κρίση δεν ήταν πρόβλημα μόνο της ελληνικής οικονομίας, ήταν και της ευρωπαϊκής. Η οικονομία της Ελλάδας ήταν απλά ο πιο αδύναμος κρίκος στην αλυσίδα και όσα συμβαίναν σε αυτήν αποτελούσαν προμηνύματα για όλους.
Το ΠΑΣΟΚ είχε κερδίσει τις εκλογές στις 4 Οκτωβρίου το 2009 με ένα ποσοστό 43,92% και 160 έδρες στη Βουλή. Ήταν ένας θρίαμβος που δεν οφειλόταν και τόσο στο προεκλογικό του πρόγραμμα όσο στο ότι το εργατικό κίνημα είχε μπει στη διαδικασία αναζήτησης διεξόδου και προοπτικής. Όταν όμως παρέλαβαν την εξουσία, κυβέρνηση και ΠΑΣΟΚ βρέθηκαν αντιμέτωποι με τα οικονομικά αδιέξοδα. Επιχείρησαν να αντιμετωπίσουν την κατάσταση ανακοινώνοντας στις 9 Φεβρουαρίου το 2010 μέτρα λιτότητας, που αφορούσαν στον Δημόσιο Τομέα. Τα μέτρα προκάλεσαν την πανελλαδική απεργία της ΑΔΕΔΥ (Ανώτατη Διοίκηση Ενώσεων Δημοσίων Υπαλλήλων), που πραγματοποιήθηκε την επομένη κιόλας μέρα. Η επιβολή πρόσθετων μέτρων στις 3 Μαρτίου προκάλεσε μεγάλες διαδηλώσεις, πορείες και πανελλαδικές απεργίες. Κι όταν οι πολιτικές τους δεν απέδωσαν, αποφάσισαν να απευθυνθούν στις 23 Απριλίου το 2010 στους εταίρους τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και άνοιξε έτσι ο δρόμος για την επιβολή των μνημονίων από την Τρόικα.
Οι εξαγγελίες και η εφαρμογή των μνημονιακών μέτρων προκάλεσαν περισσότερη αντίδραση από την πλευρά του εργατικού κινήματος, των μικρομεσαίων, των αγροτών και της νεολαίας. Τα γεγονότα έτρεχαν με ταχύτητα και οι πιέσεις προς την κυβέρνηση και την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ αυξάνονταν μέρα με τη μέρα κι αποκτούσαν χαρακτήρα συγκρουσιακό. Κάτω από το βάρος των εξελίξεων, συνεργάστηκαν με τη Νέα Δημοκρατία και τον Λαϊκό Ορθόδοξο Συναγερμό και σχημάτισαν κυβέρνηση κοινής αποδοχής, με πρωθυπουργό τον Λουκά Παπαδήμου. Η κυβέρνηση -αποτελούμενη από έξι στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, τέσσερα του ΛΑ.Ο.Σ. και σχεδόν όλα τα στελέχη της κυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου- ορκίστηκε στις 11 Νοεμβρίου το 2011, ήταν μεταβατικού χαρακτήρα και είχε για έργο της την υλοποίηση των συμφωνιών της Συνόδου Κορυφής των ηγετών της Ευρωζώνης της 26ης Οκτωβρίου, δηλαδή τα μνημόνια.
Η πολιτική και η τακτική που ακολούθησαν η κυβέρνηση και η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ ήταν από κάθε άποψη μια φυσιολογική πορεία, επειδή οι σοσιαλδημοκράτες -που σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης ευδοκιμούν και ισορροπούν ανάμεσα στην αστική και στην εργατική τάξη- σε περιόδους οικονομικής κρίσης τάσσονται με τη μεριά της αστικής τάξης και μετατρέπονται σε δεκανίκι της. Η συνεργασία τους όμως με τα κόμματα της αστικής τάξης τους έφερε απέναντι στο εργατικό κίνημα και σηματοδότησε τον αποχωρισμό τους από την εργατική τάξη, τους μικρομεσαίους, τους αγρότες και τη νεολαία. Αυτή η εξέλιξη σήμαινε το στρώσιμο του υποστρώματος των διεργασιών προς αναζήτηση νέας ηγεσίας, με τα βλέμματα να στρέφονται προς τα άλλα δύο κοινοβουλευτικά κόμματα της αριστεράς: το ΚΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ. Επειδή το ΚΚΕ δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθεί στις προσδοκίες τους, το πεδίο έμεινε ελεύθερο για τον ΣΥΡΙΖΑ, που ήταν ένας πολιτικός συνασπισμός διάφορων οργανώσεων που προέκυψαν μετά την πρώτη διάσπαση του ΚΚΕ την 10ετία του 1950.
Ιδρυμένος το 2004, ο ΣΥΡΙΖΑ εισήλθε την ίδια χρονιά στη Βουλή με ποσοστό 3,26% και 6 έδρες. Στις εκλογές του 2007 πήρε ποσοστό 5,04% και 14 έδρες. Δύο χρόνια μετά, στις ευρωεκλογές του 2009, πήρε ποσοστό 4,7% και εξέλεξε έναν ευρωβουλευτή. Την ίδια χρονιά, στις βουλευτικές εκλογές και με επί κεφαλής τον Αλέξη Τσίπρα πήρε ποσοστό 4,6% και 13 έδρες. Στα χρόνια της εφαρμογής των μνημονιακών πολιτικών κράτησε μια σταθερή στάση εναντίωσης. Συμπαρατάχθηκε με αποφασιστικότητα στο πλευρό των κινητοποιημένων μαζών, χωρίς να επιδείξει ούτε την παραμικρή αμφιταλάντευση, παρά τις επιθέσεις και τις κατηγορίες που εκτοξεύονταν εναντίον του από ηγετικά στελέχη των δεξιών κομμάτων, της κυβέρνησης και του ΠΑΣΟΚ. Αυτή του η στάση τον έφερε σε περίοπτη θέση.
Ενόψει των εκλογών που θα διεξάγονταν τον Μάη του 2012 συνεργάστηκε και με άλλες οργανώσεις της αριστεράς και διεκδίκησε τις εκλογές με ενιαίο ψηφοδέλτιο κάτω από την ονομασία «ΣΥΡΙΖΑ-Ενωτικό Κοινωνικό Μέτωπο». Σε αυτές τις εκλογές πήρε ποσοστό 16,78% και 52 έδρες. Το μήνυμα είχε δοθεί, και ήταν σαφές: ο Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς όδευε ολοταχώς προς την ανάληψη του καθήκοντος της πολιτικής εκπροσώπησης του εργατικού κινήματος. Και η επιβεβαίωση δεν άργησε να έλθει. Στις επαναληπτικές εκλογές που διεξήχθησαν τον Ιούλιο κατήλθε όχι ως συνασπισμός κομμάτων και οργανώσεων αλλά ως ενιαίο κόμμα και αναδείχθηκε σε αξιωματική αντιπολίτευση με ποσοστό 26,89% και 71 έδρες στη Βουλή. Αυτό το αποτέλεσμα ισοδυναμούσε με εισιτήριο για την ανάληψη της διακυβέρνησης. Τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου το 2015 τις κέρδισε με ποσοστό 36,34% και 149 έδρες στη Βουλή, ενώ το ΠΑΣΟΚ καταποντίστηκε στο 4.68% και στις 13 έδρες.
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε στον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας με τους Ανεξάρτητους Έλληνες, το κόμμα του Πάνου Καμένου. Ως Πρωθυπουργός πλέον ο Α. Τσίπρας διόρισε Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης τον Γιάννη Δραγασάκη, Υπουργό Εθνικής Άμυνας τον Πάνο Καμένο, Υπουργό Εξωτερικών τον Νίκο Κοτζιά, Υπουργό Οικονομικών τον Γιάννη Βαρουφάκη, Υπουργό Επικρατείας τον Νίκο Παπά και εξέλεξαν τη Ζωή Κωνσταντοπούλου πρόεδρο της Βουλής. Αυτοί αποτέλεσαν την πρώτη γραμμή στην υπουργική διάταξη, οι υπόλοιποι (υπουργοί, υφυπουργοί, αναπληρωτές και λοιπά) την συμπλήρωναν. Η διάταξη ολοκληρώθηκε με την ψήφιση του Προκόπη Παυλόπουλου στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας στις 18 Φεβρουαρίου από τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, των ΑΝΕΛ και της Νέας Δημοκρατίας. Αυτή η σύνθεση και διάταξη των δυνάμεων, εκφρασμένη στα πρόσωπα, αντανακλούσε την εσώτερη σκέψη της ηγετικής ομάδας και σκιαγραφούσε το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινείτο η κυβερνητική πολιτική.
Οι ελπίδες, οι προσδοκίες και οι αγωνίες των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, που βασίζονταν στις προεκλογικές ομιλίες της ηγετικής ομάδας και στη δική τους μαχητικότητα, ήταν προς την κατεύθυνση του να πετύχει η Κυβέρνηση στο έργο που ανέλαβε. «Πρώτη φορά αριστερά», έλεγαν, «το εγχείρημα έπρεπε να πετύχει» έλεγαν και ξανάλεγαν κάποια από τα στελέχη του, μόνο που δεν ξεκαθάριζαν προς τα πού και σε τι έπρεπε να πετύχει.
Στην πλευρά της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων στρωμάτων υπήρχε αποφασιστικότητα να συνεχίσουν τον αγώνα και να συγκρουστούν με όσους επέβαλλαν τα μνημόνια, δίνοντας την απαραίτητη στήριξη στην κυβέρνηση για να υλοποιηθούν οι προεκλογικές της υποσχέσεις, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε χειροτέρευση της οικονομικής τους κατάστασης. Η κυβέρνηση ήταν για το ριζοσπαστικοποιημένο πια κίνημα ακόμα ένα μέσο για να συνεχίσει τον αγώνα του μέχρι τη νίκη. Και το απέδειξε στο δημοψήφισμα που διεξήχθη στις 5 Ιουλίου το 2015, όπου το 61,31% απάντησε όχι στο προτεινόμενο σχέδιο συμφωνίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Ήταν αυτό το αποτέλεσμα που ανάγκασε τους κατεργαραίους να επιστρέψουν στον πάγκο τους. Ο Αλέξης Τσίπρας και η παρέα του, που ευθύς εξαρχής δεν είχαν τέτοιο σκοπό, αποφάσισαν να βαδίσουν στον δρόμο των προκάτοχών τους και να το πετάξουν στα σκουπίδια. Αυτό ήταν και η αρχή του «τέλους» για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Επειδή θα ήταν αδύνατο να διατηρηθεί η κοινοβουλευτική τους πλειοψηφία, προχώρησαν στην επόμενη κίνηση τακτικής, που ήταν η παραίτηση της Κυβέρνησης στις 20 Αυγούστου το 2015 και η προκήρυξη νέων εκλογών στις 20 του Σεπτέμβρη. Στόχος τους ήταν να απαλλαχτούν από τα στελέχη που τάχθηκαν ενάντια στις πολιτικές τους επιλογές και να έχουν τη δυνατότητα να προχωρήσουν σύμφωνα με τον νέο συσχετισμό δυνάμεων που θα πρόκυπτε από τις εκλογές - όπως και έγινε. Εκείνες τις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ τις κέρδισε με ποσοστό 35,46% και 145 έδρες και σχημάτισε ξανά και μαζί με τους Ανεξάρτητους Έλληνες τη νέα κυβέρνηση συνεργασίας. Το έργο της ήταν η υλοποίηση της Συμφωνίας που είχε ήδη απορριφθεί στο Δημοψήφισμα. Εισήλθαν έτσι στο κλαμπ των μνημονιακών κυβερνήσεων και κομμάτων, ασχέτως με το τι οι ίδιοι έλεγαν και δήλωναν.
Οι συνέπειες των πολιτικών τους επιλογών άρχισαν να φαίνονται στις εκλογικές αναμετρήσεις το 2019. Στις ευρωεκλογές (26 Μαΐου) πήρε ποσοστό 23,75%, μειωμένο κατά 11.71% σε σχέση με το ποσοστό που είχε πάρει στις βουλευτικές εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου του 2015. Στις βουλευτικές εκλογές (7 Ιουλίου) πήρε 31,53%, μειωμένο κατά 3.93% σε σχέση με το αντίστοιχο εκλογικό ποσοστό (2015). Τα δύο αυτά εκλογικά αποτελέσματα έδειξαν την τάση της πτωτικής πορείας του κόμματος, που επιβεβαιώθηκε στις επόμενες βουλευτικές εκλογές (21 Μαΐου 2023), όπου πήρε ποσοστό 20,07% και 71 έδρες, απώλεσε δηλαδή 11,46% της εκλογικής του δύναμης. Στις επαναληπτικές εκλογές στις 25 Ιουνίου πήρε 17,83% και 47 έδρες και απώλεσε άλλο ένα 2,24%. Σε αριθμό ψήφων η απώλεια ήταν λίγο πάνω από το μισό: από το 1.926,526 ψήφους που το κόμμα πήρε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου το 2015, έπεσε στις 930,013 στις εκλογές του Ιουνίου το 2023. Και πώς να μην πάρουν την κατρακύλα, αφού τόσο γρήγορα έπαψαν να εκφράζουν το εργατικό κίνημα και όλα τα καταπιεσμένα στρώματα που τους εμπιστεύτηκαν; Και πώς θα μπορούσαν να αποφύγουν το μοιραίο, αφού από το συγκεκριμένο πέρασαν στην αοριστολογία και έκαναν κεντρικά τους προεκλογικά συνθήματα το «Δικαιοσύνη Παντού» και το «Δίκαιη Κοινωνία, Ευημερία για Όλους», υιοθετώντας και εφαρμόζοντας μνημονιακές πολιτικές;
Από τον Ιούλιο του 2015 μέχρι σήμερα πέρασαν δέκα σχεδόν χρόνια, και αυτό που αποδεικνύεται είναι ότι με τη συνθηκολόγησή της στην Τρόικα, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ λειτούργησε με τρόπο πυροσβεστικό πάνω στους αγώνες των κινητοποιημένων μαζών και έστρωσε το χαλί για την επιστροφή της Νέας Δημοκρατίας στην κυβερνητική εξουσία και στην κανονικοποίηση της πολιτικής ζωής. Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα, ασχέτως με το τι δηλώνουν οι κυβερνώντες και οι κράχτες τους, δεν υπήρξε βελτίωση στην οικονομική κατάσταση της χώρας και στο βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων. Απεναντίας, η κατάσταση σε τοπικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο έχει γίνει συνολικά χειρότερη, για αυτό και το εργατικό και αγροτικό κίνημα θα υποχρεωθεί να κινητοποιηθεί ξανά με απεργίες και διαδηλώσεις και θα βγει ξανά στο προσκήνιο ανανεωμένο, έχοντας αυτή τη φορά και την εμπειρία των προηγούμενων αγώνων. Η εργατική τάξη, η νεολαία, οι αγρότες κι όλα τα καταπιεσμένα στρώματα θα κινηθούν ξανά μέσα από τις παραδοσιακές τους οργανώσεις. Κι επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ αποδείχτηκε ένα εφήμερο πολιτικό κόμμα, χωρίς καμιάν πλέον προοπτική, κι επειδή το ΠΑΣΟΚ, που φαίνεται να αποκτά και πάλι εκλογικό ρόλο, θα συμμαχήσει με τη δεξιά και θα γίνει ξανά το δεκανίκι της, αυτή είναι εξάλλου η μοίρα της σοσιαλδημοκρατίας, το κόμμα που απομένει είναι το σφυρηλατημένο με τους αγώνες της εργατικής τάξης και των αγροτών Κομουνιστικό Κόμμα Ελλάδας.
Το ΚΚΕ είναι το κόμμα που καθοδήγησε πολιτικά και ιδεολογικά τους αγώνες της εργατικής τάξης και του αγροτικού κινήματος και έχει καταγράψει στην ιστορία του ένδοξους ταξικούς και αντικατοχικούς αγώνες. Αλλοτριωμένο όμως από τη σταλινική θεωρία των σταδίων, που είχε κυριαρχήσει στην πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης και αποτέλεσε αιτία καταστροφής του παγκόσμιου κομουνιστικού κινήματος, οδηγήθηκε στην ήττα και τα στελέχη και τα μέλη του υπέστησαν εξορίες και κατατρεγμούς από τα όργανα της αστικής τάξης. Διώξεις και συλλήψεις υπέστησαν επίσης χιλιάδες μέλη και στελέχη του από το δικτατορικό καθεστώς της Χούντας το 1967.
Παρόλες όμως τις ανελέητες επιθέσεις που δέχτηκε από τις δυνάμεις της αστικής τάξης και τις έντονες εσωτερικές ιδεολογικές και πολιτικές διαμάχες που κατέληξαν σε διασπάσεις, κατάφερε ως κόμμα να επιβιώσει και να διατηρήσει ιδεολογικά τον κομουνιστικό και αντικαπιταλιστικό του χαρακτήρα, να ανασυγκροτήσει τις Κομματικές του Οργανώσεις, να ιδρύσει την Κομουνιστική Νεολαία Ελλάδας (ΚΝΕ) και να ριζώσει ξανά στο εργατικό κίνημα.
Οι αντικειμενικές συνθήκες είναι σήμερα αλλαγμένες. Ο καπιταλισμός συνεχίζει να βρίσκεται σε κρίση και να παράγει έντονους οικονομικούς ανταγωνισμούς και πολέμους, που αποτελούν στοιχείο πλέον που χαρακτηρίζει την τρέχουσα περίοδο. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια ήταν χρόνια μετάβασης από το χθες στο σήμερα και μετατροπής του Κόμματος σε μάχιμη οργάνωση προσαρμοσμένη στις ανάγκες και στις απαιτήσεις του σημερινού αγώνα. Οι αντικειμενικές συνθήκες είναι για την κομουνιστική πάλη ευνοϊκές. Εναπόκειται λοιπόν στο Κόμμα, τον υποκειμενικό παράγοντα, αν θα τα καταφέρει με επιτυχία να συνδεθεί με τη διαδικασία διαμόρφωσης των σημερινών συνθηκών, που θα καθορίσουν και την αυριανή τους εξέλιξη.
Με δεδομένη την ανυπαρξία άλλου πολιτικού σχηματισμού ικανού να εκπροσωπήσει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, του αγροτικού πληθυσμού και της νεολαίας, οι μάζες θα κοιτάξουν προς τα εκεί, και τότε θα ασκηθούν πιέσεις προς την ηγεσία και τα στελέχη του κομματικού μηχανισμού, που αποτελούν εν μέρει και τον συνδετικό κρίκο μεταξύ ηγεσίας και εργατικής τάξης. Για το πώς θα αντιδράσει και μέχρι πού θα φτάσει η αντίδραση της ηγεσίας του δεν μπορεί σήμερα να διαφανεί. Μέσα σε τούτες τις συνθήκες, η ύπαρξη και ο ρόλος μιας στελεχιακής μαρξιστικής οργάνωσης θα αποδειχτεί ζωτικής σημασίας.
Μιχάλης Δημοσθένους
18 Ιανουαρίου 2025