marxoudi_web1ekfrasi_logolhs_logo

 

Τομέας υγείας

Κρατικός σχεδιασμός και ανάπτυξη

Ο τομέας της υγείας είναι ζωτικός πυλώνας για την ζωή του ανθρώπου από την γέννηση μέχρι και τον θάνατό του, αλλά έχει και ιδιαίτερη σημασία για την ίδια την κοινωνία στο σύνολό της. Γι’ αυτό και είναι ανάγκη να προστατευθεί από αυτούς που εποφθαλμιούν να τον εκμεταλλευτούν με σκοπό τον ατομικό τους πλουτισμό, αδιαφορώντας για τις κοινωνικές συνέπειες των επιδιώξεών τους. Και για να προστατευθεί πρέπει και να οργανώνεται και να βρίσκεται σε συνεχή βελτίωση από το κράτος προς όφελος του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά αλλά και της κοινωνίας ως ενιαίου συνόλου.

Η σημασία του να βρίσκεται ο τομέας της υγείας κάτω από την ευθύνη του κράτους διαπιστώνεται και μέσα από την μελέτη της πορείας της ζωής στην Κύπρο των τελευταίων εκατό σαράντα περίπου χρόνων. Από τότε δηλαδή που οι Βρετανοί αποικιοκράτες έφτασαν στο νησί και βρέθηκαν αντιμέτωποι με την άθλια υγειονομική κατάσταση που επικρατούσε. Για να προστατεύσουν τους εαυτούς τους και τις οικογένειές τους έπρεπε να απαλλάξουν τους ντόπιους από τις αρρώστιες και τις επιδημίες της εποχής. Αυτός ήταν και ο λόγος που έβαλαν χωρίς καθυστέρηση τα θεμέλια για την οργάνωση του δικτύου παροχής υπηρεσιών υγείας.

Μια αναφορά στην ιστορική του πορεία θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα το όλο ζήτημα. Σύμφωνα με την Σοφία Βοτσίδου (2018)1 , ο τομέας της υγείας άρχισε να κτίζεται στο νησί αμέσως μετά την άφιξη των Βρετανών αποικιοκρατών το 1878. Ξεκίνησε με την δημιουργία κεντρικής νοσηλευτικής υπηρεσίας και την λειτουργία στις πόλεις νοσοκομείων και φαρμακείων μαζί με εξωτερικά ιατρεία. Οι υπηρεσίες υγείας επεκτάθηκαν και στην ύπαιθρο με διορισμούς αγροτικών ιατρικών λειτουργών και λειτουργία κινητής μονάδας υγείας. Έκτισαν και σανατόρια για αντιμετώπιση της φυματίωσης, άσυλα για φρενοπαθείς και λεπροκομεία για λεπρούς· έστειλαν και τους πρώτους νοσηλευτές στην Βηρυτό για εκπαίδευση, και το 1945 ίδρυσαν την νοσηλευτική σχολή στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας.

Από πολύ νωρίς είχαν φροντίσει και για την πλαισίωση του δικτύου παροχής υπηρεσιών υγείας με τις ανάλογες νομοθεσίες. Το 1892 θέσπισαν τον Νόμο περί Δημόσιας Υγείας, με τον οποίον έβαλαν τα θεμέλια για την διαμόρφωση της δομής του συστήματος. Η δε ιατρική περίθαλψη παρεχόταν δωρεάν. Πλάι σε αυτή την υποδομή, κι αφού είχε ήδη δημιουργηθεί η ραχοκοκαλιά του συστήματος, άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους ιδιωτικές κλινικές και ιατρεία.

Η διαδικασία βελτίωσης, επέκτασης και ανάπτυξης συνεχίστηκε και μετά την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι υπηρεσίες που προσφέρονταν στα Νοσοκομεία αναβαθμίστηκαν με πρόσθετο προσωπικό, σύγχρονο εξοπλισμό και νέες ειδικότητες, με το Νοσοκομείο της πρωτεύουσας να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή. Βελτίωση υπήρξε και στον ιδιωτικό τομέα.

Κατά τη διάρκεια του Πραξικοπήματος το 1974 και της Τούρκικης Εισβολής που ακολούθησε, το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας σήκωσε το βάρος της ανάγκης για περίθαλψη των τραυματιών που γέμιζαν ακόμα και τους διαδρόμους. Ο ιδιωτικός τομέας ήρθε τότε αρωγός και βοήθησε εν μέρει στην αποσυμφόρηση του Νοσοκομείου.

Το πλήγμα όμως που επήλθε στις υποδομές του συστήματος υγείας ήταν πολύ σοβαρό, μιας και αρκετά Νοσοκομεία και ιδιωτικές κλινικές είχαν χαθεί. Με τις ανάγκες να πολλαπλασιάζονται και να μετατρέπονται σε μοχλό πίεσης, η κυβέρνηση ξεκίνησε εκ νέου την αναστήλωση, επέκταση και βελτίωση όλου του συστήματος της παροχής ιατρικής περίθαλψης, παρά τις τότε επικρατούσες δύσκολες οικονομικές συνθήκες. Τα Νοσοκομεία, ως ο σημαντικότερος πυλώνας του συστήματος υγείας, πέρα από το ότι είχαν να αντιμετωπίσουν τα τρέχοντα προβλήματα, είχαν να διαχειριστούν και τις νέες ανάγκες που δημιουργούνταν μέσα στην εξελικτική πορεία της κοινωνίας. Και το ουσιαστικό ήταν ότι πάντοτε δινόντουσαν λύσεις, και στα μικρότερα και στα μεγαλύτερα προβλήματα, έστω και με καθυστέρηση.

Η πιο πάνω πορεία άρχισε να παίρνει άλλην τροχιά, όταν ο Γλαύκος Κληρίδης και ο Δημοκρατικός Συναγερμός ανάλαβαν την διαχείριση του κράτους τον Μάρτιο του 1993 και είχαν συνειδητά εφαρμόσει την τακτική της μη επίλυσης των προβλημάτων, με αποτέλεσμα την διόγκωσή τους και την δημιουργία συνθηκών δυσανασχέτησης, αποστροφής και αναζήτησης διεξόδου προς τον ιδιωτικό τομέα.

Αυτή τους η τακτική αποτελούσε μέρος μιας ευρύτερης πολιτικής -της δαιμονοποίησης του δημόσιου τομέα και του εκθειασμού του ιδιωτικού- που άπλωνε σε όλο το φάσμα του κρατικού και ημικρατικού τομέα. Μέσα σε τούτο το πλαίσιο, οι θιασώτες της ατομικής πρωτοβουλίας που συνεχίζουν να φωλιάζουν και να αβγατίζουν μέσα στον Δημοκρατικό Συναγερμό ενθαρρύνθηκαν και προχώρησαν στην αναζήτηση τρόπων κερδοσκοπίας σε βάρος του συνόλου της κοινωνίας. Κι όταν ο ούριος άνεμος είχε αρχίσει να φυσά για τα καλά, κύκλοι των τραπεζών έβαλαν μπρος την διαδικασία. Ξεκίνησαν με την φούσκα των μετοχών στο Χρηματιστήριο το 1999, όπου ρύθμισαν το γύρισμα της ρουλέτας έτσι ώστε να πτωχεύσει τους πολλούς και να πλουτίσει τους λίγους. Κι αφού έμειναν ατιμώρητοι, δείγμα της επιρροής που είχαν αποκτήσει στους θεσμούς του κράτους, πέρασαν στην επόμενη φούσκα με τις τιμές των ακινήτων. Ήλθε όμως σφήνα η παγκόσμια οικονομική κρίση το 2008 και τα ανέτρεψε όλα – το σκάσιμο της φούσκας του τραπεζικού τομέα έριξε την οικονομία στην κρίση, με επακόλουθο όλες εκείνες τις καταστροφικές συνέπειες που ακολούθησαν το κούρεμα των καταθέσεων τον Απρίλη του 2013.

Κάτω από εκείνες τις συνθήκες, ο ιδιωτικός τομέας είχε γίνει απρόσιτη πολυτέλεια για τους πολλούς και προνόμιο για τους λίγους. Έτσι οι άνθρωποι στράφηκαν μαζικά στα Νοσοκομεία, που όντας απονευρωμένα δεν ήταν σε θέση να δεχτούν σε τόσο μαζικό επίπεδο τις ροές ανθρώπων που χρειάζονταν κάθε είδους ιατρικής φροντίδας. Κι ενώ οι ροές αυξάνονταν, η κυβέρνηση Νίκου Αναστασιάδη και Δημοκρατικού Συναγερμού συνέχιζαν πάνω στην ίδια γραμμή της πολιτικής τους: να μην ενισχύουν τα Νοσοκομεία με ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, και με ό,τι άλλο ήταν αναγκαίο για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τις ολοένα και περισσότερο αυξανόμενες ανάγκες.

Παρόλα αυτά, το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό συνέχισε με προσπάθειες εντατικές να αντιμετωπίσει την κατάσταση, με όσο το δυνατόν καλύτερα αποτελέσματα. Όλα όμως έχουν τα όριά τους. Και τα όρια είχαν πλησιάσει πολύ κοντά στην εξάντλησή τους και τα Νοσοκομεία βρέθηκαν μπροστά στον ορατό κίνδυνο της κατάρρευσης. Τέτοια όμως κατάρρευση ενείχε τον κίνδυνο ριγμένης βόμβας μέσα σε μιαν ανήσυχη και πληγωμένη κοινωνία. Κι ήταν αυτός ο κίνδυνος που κτύπησε το καμπανάκι και ξεκίνησαν επιτέλους οι διεργασίες για την εφαρμογή του Γενικού Σχεδίου Υγείας.

Παρόλα αυτά, οι κύκλοι των ιδιωτικών συμφερόντων, έχοντας την οικονομική και πολιτική επιρροή στο κυβερνών κόμμα, συνέχισαν να εναντιώνονται και με προσκόμματα να εμποδίζουν την εφαρμογή του Γενικού Σχεδίου Υγείας· συνέχισαν να δρουν με βάση την εξυπηρέτηση των δικών τους ατομικών συμφερόντων και να προσπαθούν να επιβάλουν το πολυασφαλιστικό, αγνοώντας το κοινωνικό σύνολο όπως ακριβώς συνέβη και με τον τραπεζικό τομέα. Όταν όμως ο κόμπος έφτασε στο χτένι, δεν ήταν ούτε ένας ούτε δύο οι υπουργοί Υγείας που παραιτήθηκαν ή/και προειδοποίησαν για παραίτηση επειδή δεν μπορούσαν να ισορροπήσουν τα αντικρουόμενα συμφέροντα, πάρθηκε η απόφαση να προχωρήσει η εφαρμογή του Σχεδίου στην βάση του μονοασφαλιστικού. Και δεν άργησε να διαφανεί και στην συνέχεια να αποδειχτεί το πόσο σημαντικό είναι να βρίσκεται ο τομέας της υγείας κάτω από την ιδιοκτησία της κοινωνίας με διαχειριστή το κράτος.

Η λειτουργία των Δημόσιων Νοσηλευτηρίων, έστω και με τα τεράστια προβλήματα που συνειδητά οι κυβερνώντες τα φόρτωσαν με τις πολιτικές τους, αποδείχτηκε για άλλη μια φορά σωτήρια για την κοινωνία. Ήταν το ιατρικό και παραϊατρικό προσωπικό των Νοσοκομείων που σήκωσε εξολοκλήρου το βάρος της διαχείρισης της πανδημίας του κορονοϊού (COVID-19)2, και αυτό οφείλεται στο αίσθημα του καθήκοντος της παροχής ιατρικής περίθαλψης, που βρίσκεται ακόμα στην πρώτη γραμμή της σκέψης των γιατρών και νοσοκόμων που στελεχώνουν τα Νοσοκομεία.

Στον ιδιωτικό τομέα, οι ιδιοκτήτες και οι διαχειριστές των νοσηλευτηρίων κινήθηκαν προς την κατεύθυνση της προστασίας της ιδιωτικής επιχείρησης. Ακόμα και ιδιώτες γιατροί έκλεισαν τα ιατρεία τους για να προστατεύσουν τους εαυτούς τους. Και όχι μόνο προστάτευσαν τους εαυτούς τους και τις επιχειρήσεις τους, αλλά επιβραβεύτηκαν και με την αύξηση των εσόδων τους από την πελατεία των ασθενών, που η κυβέρνηση φρόντισε να στείλει σε αυτούς. Αυτή τους η στάση υπαγορεύτηκε από το καθεστώς που διέπει την λειτουργία του ιδιωτικού τομέα, μια στάση που καθορίζεται από την λογική των σχέσεων μεταξύ πελατών και κερδοσκοπικής επιχείρησης. Είναι αυτή η σχέση που μετατρέπει την υγεία σε προϊόν απόδοσης κερδών στον ιδιοκτήτη επιχειρηματία. Με δυο λόγια, οι ιδιοκτήτες και οι διαχειριστές των ιδιωτικών νοσηλευτηρίων νοιάζονται μόνο για τα οικονομικά τους κέρδη/οφέλη και όχι για την υγεία του πληθυσμού.

Έτσι, η ύπαρξη των Δημόσιων Νοσηλευτηρίων και το ξεκίνημα της λειτουργίας του Γενικού Σχεδίου Υγείας (ΓεΣΥ), έστω και με τα προβλήματα και τις στρεβλώσεις που το Σχέδιο φορτώθηκε εξαιτίας των εναντιώσεων των υποστηριχτών του πολυασφαλιστικού, αποδείχθηκαν για την κοινωνία ευτύχημα. Αν δεν υπήρχε ο συνδυασμός αυτών των δύο, με την εμφάνιση του κορονοϊού (COVID-19) η κοινωνία θα εισερχόταν σε κατάσταση χάους, παρόμοια ή και χειρότερη με κείνη στην οποία βρέθηκαν οι κοινωνίες της Ιταλίας και της Ισπανίας.

Παρόλα αυτά, η πολιτική της αποψίλωσης των Δημόσιων Νοσηλευτηρίων και η υπόσκαψη της εφαρμογής του ΓεΣΥ εφαρμοζόταν και κατά την περίοδο της διαχείρισης του κορονοϊού. Αυτό που υπήρξε ήταν αλλαγή τακτικής: τα κοράκια υποχώρησαν στο πεδίο της δημόσιας μετωπικής σύγκρουσης και αξιοποίησαν στο έπακρο την πανδημία προς όφελος του ιδιωτικού τομέα και κατά συνέπεια για ίδιον όφελος.

Η πρόσφατη απαίτηση να επιτραπεί στους μη συμβεβλημένους με τον Οργανισμό Ασφάλισης Υγείας (ΟΑΥ) γιατρούς να συνταγογραφούν συνιστά ρήγμα στο νομοθετικό πλαίσιο του ΓεΣΥ, κάτι που θα δώσει τις δυνατότητες για την από τα έσω διάβρωση του Συστήματος. Ως επιχείρημα για τούτη την απαίτηση προτάθηκε το δικαίωμα του ασφαλισμένου να επωφεληθεί από την χορηγία των φαρμάκων που παρέχεται από το ΓεΣΥ. Εκ πρώτης όψεως, το επιχείρημα και λογικό ακούγεται και αθώο φαίνεται, μόνο που έτσι δεν είναι. Στην πραγματικότητα θα αποτελέσει βόμβα στα θεμέλια του Συστήματος. Αν το αίτημα γίνει αποδεκτό, τότε θα είναι μια μεγάλη επιτυχία από την πλευρά των υποστηριχτών του πολυασφαλιστικού. Η δε εφαρμογή του θα προλειάνει το έδαφος για τις περαιτέρω προσπάθειες αλλοίωσης των θεμελίων του Σχεδίου και συνεπώς για το άνοιγμα του δρόμου για την πλήρη εμπορευματοποίηση της υγείας. Όχι μόνο δεν πρέπει να αφεθεί η κατάσταση να φτάσει μέχρι εκεί, αλλά ήλθε και ο καιρός να απαγορευτεί στους μη συμβεβλημένους με τον ΟΑΥ γιατρούς να στεγάζουν τα ιατρεία τους ή και να παρέχουν υπηρεσίες σε νοσοκομεία και κλινικές που έχουν συμβληθεί με τον ΟΑΥ.

Οι κυβερνώντες αντιμετωπίζουν τον τομέα της υγείας -όπως και αυτόν της παιδείας, υποβαθμίζουν το δημόσιο σχολείο και ενισχύουν το ιδιωτικό- με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζουν την Αρχή Λιμένων, την Αρχή Τηλεπικοινωνιών και την Αρχή Ηλεκτρισμού, αύριο και τα Συμβούλια Υδατοπρομήθειας. Η διαφορά βρίσκεται μόνο στους επί μέρους χειρισμούς που τυγχάνει ο κάθε τομέας ξεχωριστά. Εκείνο που καθορίζει τα βήματα και τις τακτικές τους για το ξήλωμα και το πέρασμά τους σε ιδιωτικά χέρια είναι ο ρόλος που διαδραματίζει ο κάθε Οργανισμός στην λειτουργία της κοινωνίας. Για παράδειγμα, ήταν πολύ πιο εύκολη η ιδιωτικοποίηση των λιμανιών σε σχέση με τους άλλους Οργανισμούς.

Αυτή η αντιμετώπιση απορρέει από την πολιτική που πεισματικά προωθείται από τους ιδιώτες που έχουν αποκτήσει οικονομική δύναμη και πολιτική επιρροή στον καθορισμό της κυβερνητικής πολιτικής, και έχει ως υπόβαθρό της την πολιτικό-οικονομική θεωρία που εκφράζεται μέσα από τον Δημοκρατικό Συναγερμό. Γι’ αυτό και όλες οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν, καθ’ όλη την διάρκεια της διακυβέρνησής του, στόχευαν στην ιδιωτικοποίηση και στην δημιουργία νομοθετικού πλαισίου που θα διευκολύνει την χωρίς περιορισμούς λειτουργία της ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας. Πάνω σε αυτές τις γραμμές εξακολουθεί να κινείται μέχρι και σήμερα η πολιτική της κυβέρνησης, και θα ασκηθούν αν χρειαστεί πιέσεις και πάνω στην επόμενη κυβέρνηση για να συνεχίσει το έργο από εκεί που θα το παραλάβει.

Το συμπέρασμα που απορρέει από την ιστορική αυτή διαδρομή είναι ότι ο τομέας της υγείας οργανώθηκε και επεκτάθηκε επί Αγγλοκρατίας, συνέχισε να επεκτείνεται και να εξελίσσεται και στα χρόνια μετά την Ανεξαρτησία, μέχρι όμως το 1993. Από εκεί και ύστερα, η κυβέρνηση του Δημοκρατικού Συναγερμού άρχισε να φρενάρει την διαδικασία, να υπονομεύει τα Δημόσια Νοσηλευτήρια, και χρόνο με τον χρόνο να μετατρέπει την μέχρι τότε διαδικασία στο αντίθετό της. Οι αλλαγμένες αντικειμενικές συνθήκες, που ήλθαν ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης το 2008, αποτέλεσαν το υπόβαθρο πάνω στο οποίο επιβλήθηκε η εφαρμογή του ΓεΣΥ στην βάση του μονοασφαλιστικού. Ακόμα όμως και μετά την εφαρμογή του, οι επιχειρηματίες εξακολουθούν να εποφθαλμιούν τον τομέα της υγείας και με υποχθόνιες πολιτικές επιδιώκουν την υπόσκαψη του Συστήματος. Αν όμως η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων δεν τερματιστεί, και ο τομέας της υγείας οδηγηθεί στην πλήρη ιδιωτικοποίηση, τότε η κοινωνία θα βιώσει καταστάσεις που θα θυμίζουν συνθήκες που επικρατούσαν έναν αιώνα πριν.

Μιχάλης Δημοσθένους

17/12/2022

 

 

1Βουτσίδου, Σ. (2018). Η εξέλιξη του Νοσοκομείου στην Κύπρο από την Αγγλοκρατία έως το 1974.  Ανακτήθηκε στις 8/12/2021 από το https://clioturbata.com/%CE%B1%CF%80%CF%8C%CF%88%CE%B5%CE%B9%CF%82/hospitals_in_cyprus/

 

 

2ΟΚΥπΥ (χ.χ.). Πληροφορίες σχετικά με Covid-19. Ανακτήθηκε στις 29/11/2022 από: https://shso.org.cy/covid-19/