ΔΩΡΟΣ ΛΟÏΖΟΥ
Μια Παρουσίαση της Έλλης Μόζορα για το Καφενείο της Πέμπτης
Είναι φυσικό όταν μιλάς για ένα νεκρό σύντροφο να μην αποφεύγεις τις υπερβολές που δημιουργεί το συναίσθημα ότι μιλάς για έναν άνθρωπο που δεν υπάρχει πια. Μερικοί από μας που δεν γνώρισαν το Δώρο από κοντά, ίσως και δικαιολογημένα να σχηματίσουν την εντύπωση ότι μερικά από αυτά είναι υπερβολικά.
Όταν μιλάς όμως για τον Δώρο Λοΐζου η δυσκολία αντιστρέφεται γιατί ότι και να πεις είναι το ελάχιστο μπροστά σε αυτό που στην πραγματικότητα ήταν ο Δώρος.
Η δυσκολία να αποδώσει κανένας τις πραγματικές διαστάσεις του Δώρου Λοΐζου γίνεται ακόμα μεγαλύτερη για όλους όσους τον γνώρισαν από κοντά σαν άνθρωπο, σαν δάσκαλο, σαν ποιητή και σαν επαναστάτη, που αποφάσισε πως η πολιτική δράση είναι το μέσο μέσα από το οποίο ο άνθρωπος θα φτάσει στα υπέρτατα σημεία της Λευτεριάς.
Ο Δώρος ήταν ο άνθρωπος που στράτεψε οριστικά τον εαυτό του στον αγώνα του λαού για λευτεριά και κοινωνική απελευθέρωση, ήταν εκείνος ο άνθρωπος που και σαν ποιητής και σαν επαναστάτης και σαν δάσκαλος ρίχτηκε, με απόλυτη περιφρόνηση προς το θάνατο, σε αυτόν τον αγώνα και εκεί βρίσκεται το μεγαλείο του Δώρου Λοΐζου.
Για αυτό το λόγο η φυσιογνωμία του η προσωπικότητά του και οι ιδέες του έχουν γίνει σύμβολο αγώνα για όλους τους καταπιεσμένους και όλους όσους αγαπούν την ελευθερία για όλους όσους αγαπούν την αλήθεια, για όλους όσους αγωνίζονται για ένα καλύτερο αύριο.
Για να καταλάβουμε όμως καλύτερα το ποιος ήταν ο Δώρος Λοΐζου, και την προσφορά του στον αγώνα, πρέπει να δούμε την πορεία του μέσα σε πιο συγκεκριμένους τομείς και, περιόδους και κάτω από την επίδραση συγκεκριμένων πολιτικών καταστάσεων.
Μπορούμε να πούμε πως τα τριάντα του χρόνια τα πέρασε στην Κύπρο, μέσα σε μια συνεχιζόμενη τραγωδία που κορυφώθηκε λίγο πριν τη δολοφονία του.
Όμως ο Δώρος τούτα τα χρόνια τα δύσκολα δεν τα έζησε σαν θεατής απέξω και στην επιφάνειά τους. Αντίθετα εισχώρησε μέσα στα γεγονότα, ζυμώθηκε μέσα στις εξελίξεις, διαμορφώθηκε μέσα σ’ αυτές, προσπάθησε, στο μέτρο που μπορούσε, να συμβάλει κι αυτός στη διαμόρφωσή τους.
Μέσα στο τεράστιο τούτο χωνευτήρι ρίχτηκε ολόκληρος. Δεν είναι σχήμα υπερβολής. Βρέθηκε πάντα, στην πρώτη γραμμή, στον απελευθερωτικό αγώνα, στον πνευματικό αγώνα, στον κοινωνικοπολιτικό αγώνα, στον αντιφασιστικό αγώνα, σε όποιο αγώνα δεν είχε κίνητρα ατομικά.
ΜΑ ΩΣ ΠΟΤΕ ΠΙΑ! Ως πότε πια να κάθομαι να γεμίζω τα χαρτιά με μελάνι να πνίγομαι μέσα σε φτωχές αναμνήσεις; Τί μου στέλνεις τούτα τα πρόσωπα που ν’ αγαπήσουν, ούτε ν’ αγαπηθούν ξέρουν; που δε μπορούν ν’ αγαπήσουν ούτε τα μάτια μου, ούτε την ποίηση; τί μου τα στέλνεις και μου γεμίζουν τα χέρια αγκάθια το πουκάμισο κόκκινους λεκέδες τη ψυχή μου μουχλιασμένα σύννεφα; τί μου στέλνεις τούτες τις νεκρόμασκες να μου κλέβουν τη σκέψη, τις ώρες, το αίμα μου;
|
Τί να τους πω, τί να τους δείξω για να πιστέψουν που τ’ αυτιά τους γέμισαν τσιμέντο και τα μάτια τους τσιγαρόσκονη; Ω ήλιε, ήλιε αδελφέ μου, μόνο στη φωτιά σου θα ξεδιψάσω. Οι προδομένοι άγγελοι ας δικαιολογήσουν την πίκρα μου. Η άνοδος είναι ο αντικατοπτρισμός του βυθίσματος στο έρεβος. Άγγελοι, σκεπάστε με στις φτερούγες σας. Διψώ, καίομαι. Βοήθεια! Νερό, Φώς! |
Το 1962 τελειώνει το Γυμνάσιο. Μελετά ποίηση, γράφει ποίηση, μελετά θέατρο, δοκιμάζει να γράψει μερικά μονόπρακτα που είναι συνομιλίες με τον εαυτό του σε ένα κλίμα αυτό-ειρωνείας και παραλόγου, χωρίς όμως σημαντικά αποτελέσματα.
Μελετά ζωγραφική και μουσική από μόνος του. Δοκιμάζεται σε μελέτες για τη μουσική, που μένουν ανολοκλήρωτες. Οπωσδήποτε πιο γνήσιο άρχισε να διαφαίνεται το ενδιαφέρον του για το θέατρο. Το 1963 βρίσκεται στη σχολή θεάτρου της Λευκωσίας του Θάνου Σακέττα και Κωστή Μιχαηλίδη. Την ενασχόληση του αυτή την αντιμετωπίζει με τη γνησιότητα του εργάτη του θεάτρου.
|
ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ Τίποτε, Θεέ μου, τίποτε Ερήμωση. Χάος. Τίποτε Είμαι χαμένος Όχι… όχι… όχι. Επανάσταση. Ναι, γρήγορα, για όνομα του Θεού. Γρήγορα, μια σημαία. Επανάσταση. |
Στο μεταξύ η ζωή του κόβεται στα δύο. Ο πόλεμος. Χριστούγεννα του 1963. Συγκρούσεις στην Λευκωσία μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Ο Δώρος παρατά και θέατρο και δικούς και τρέχει εθελοντής από τους πρώτους. Διδάσκεται τα βασικά της «στρατιωτικής τέχνης», στο αρχηγείο της Εθνοφρουράς στη Λευκωσία. Σε τρείς μήνες καλείται η ηλικία του για στράτευση και βρίσκεται στην Αμμόχωστο για την κανονική θητεία του.
Ενώ υπηρετούσε ακόμα στο στρατό δίνει εξετάσεις για τουριστικά επαγγέλματα στη Ρόδο. Πετυχαίνει. Σε λίγο απολύεται. Την επομένη της απόλυσής του αρχίζουν νέες συγκρούσεις στην Κύπρο. Παρουσιάζεται εθελοντικά στη μονάδα του και φεύγει τότε μόνο όταν πέρασε και τούτη η κρίση.
Στη Ρόδο κουβάλησε μαζί του ο Δώρος την ανήσυχη ψυχή του και την εξελισσόμενη επανάστασή του.
ΠΗΡΑΜΕ ΓΙΑ ΣΗΜΑΙΑ ΜΑΣ Πήραμε για σημαία μας τη στάχτη του κόσμου και για τρόπο ζωής, την άλλη υπόσταση του ανθρώπου… -την περιφρονημένη… Όλη σκληρή, απάνθρωπη, πικρή! Κάθε μας στοχασμός μια διείσδυση στην ελευθερία. Κάθε μας στοχασμός μια διείσδυση στην αλήθεια.
|
Είμαστε μόνοι, όπως τ’ αστέρια. Είμαστε περιπλανώμενες ψυχές, όπως τ’ αστέρια… Χωρίς μορφή, χωρίς όνομα χωρίς όνειρα ή πατρίδα, όπως τ’ αστέρια. Και ακολουθώντας μόνο τη φωνή μας φωτίζουμε σιωπηλά τον κόσμο όπως τ’ αστέρια. |
Στα δύο χρόνια που έζησε στη Ρόδο μεταξύ 1966 -1968 προετοιμαζόταν για τη μεγάλη μάχη του, δίνοντας όμως στο μεταξύ και τις μικρομάχες του με τον εαυτό του, με τους γύρω του, με τη μικρή κοινωνία στην οποία βρέθηκε.
Στα γραφτά του της περιόδου αυτής δίνεται ανάγλυφη η εσωτερική πορεία του. Κονταροχτυπιέται για να καθυποτάξει και θεωρητικά το θάνατο, και σαν έννοια, και σαν ουσία, και σαν απειλή.
Αποκαλύπτει την απαλή κοιλάδα της αγάπης και προτάσσεται σ’ αυτή την αποκάλυψη, την προσπερνά μετά. Ζητούσε πολλά και δεν μπορούσε να χωρέσει μόνο στην αγάπη. Βρίσκει το θάρρος «να αποστατήσει» όπως λέει από το Θεό, μη θεωρώντας τον σαν δεδομένο και τακτοποιούνται έτσι τα μεταφυσικά του ερωτηματικά. Χωρίς να απορρίψει την έννοια «Ελλάδα», που αντίθετα τη σέβεται, βρίσκει σκουριά στην έννοια «πατρίδα».
Ξεπερνά τα σύνορα των πατρίδων και οδεύει προς την πατρίδα του Ανθρώπου. Ο εαυτός του σκορπίζεται εδώ και εκεί μέσα στο διαρκές δόσιμο.
Μοίρασαν Σαν ψωμί την καρδιά μου και δεν μούμεινε ούτ’ ένα ψίχουλο |
|
Σε ένα πεζό που τιτλοφορείται «Ο ποιητής και η επανάσταση» έγραφε:
…Κι οι ποιητές να γράφουν πρέπει διαρκώς γιατί έξαφνα πεθαίνουν. Κι όταν νιώθεις τη ανάγκη να γράψεις δεν συζητάς το θέμα αλλά παίρνεις την πέννα και γράφεις ώσπου να λυτρωθείς…
Κι όμως αυτή η δύναμη που με κάνει να στοχάζομαι και να γράφω, αυτή μου η τάση να αναλύω το κάθε τι, αυτό το ασύχαστο ηφαίστειο που κοχλάζει μέσα μου, αυτή η ακαθόριστη διαίσθηση που με οδηγεί όλο και πιο κοντά στο Αληθινό και στο αιώνιο.
Ποιος μπορεί να με πείσει πως όλα αυτά είναι δείγματα ψευδαίσθησης ή αεροβαδίσματος; Οι νόμοι θεσπίζονται για να εξυπηρετούν τους ανθρώπους και όχι οι άνθρωποι τους νόμους!
Διότι τότε έχουμε στυγνή δικτατορία και τότε επιβάλλεται ανυπακοή και αντίσταση αν οι πολίτες θέλουν ακόμη να διατηρούν την αξιοπρέπεια τους και τη διαφορά που τους κάνει να ξεχωρίζουν από τα κτήνη.
Η πρόοδος επιτυγχάνεται μόνο με επανάσταση. Όταν λέω επανάσταση δεν εννοώ μόνο την ένοπλη. Επιστημονική βιομηχανική, κοινωνική, πνευματική, ακόμη κι ατομική. Σήμερα, τη χρονική αυτή στιγμή, η ανάγκη της επανάστασης, γίνεται ολοένα και πιο επιτακτική. Ιδίως στον κοινωνικό και πολιτικό τομέα. Είναι καιρός τ’ άτομα, οι πολίτες ενός κράτους να ενδιαφερθούν ενεργητικότερα στον τρόπο της διακυβέρνησης του τόπου όσο και για την πολιτική της κυβέρνησης. Ιδίως οι πνευματικοί άνθρωποι έχουν καθήκον να συμμετάσχουν σε πρώτο πλάνο στα της πολιτείας, διότι είναι οι οδηγοί και οι εκφραστές της κοινής γνώμης.
Ο Δώρος Λοΐζου το 1967, την 21η Απριλίου, σπούδαζε στη Ρόδο ξενοδοχειακά. Το δράμα του ελληνικού λαού, η πάλη για λευτεριά, τον ώθησαν μαζί με κάποιους άλλους συναγωνιστές του να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για αντίσταση ενάντια στη Χούντα.
Για αυτή του τη δράση εκδιώκεται από τη χούντα και πάει στην Αμερική για να συνεχίσει τις σπουδές του, όχι στα ξενοδοχειακά αλλά στην Ελληνική Φιλολογία, εκείνη την περίοδο ο Δώρος βασικά ήταν ποιητής.
Ένας ποιητής όμως πολιτικοποιημένος. Και εκείνη την περίοδο τα ποιήματα του Δώρου έχουν σαφείς τις επιδράσεις του χώρου στον οποίο ζούσε και στον οποίο κινείτο. Ζούσε σε ένα χώρο στις Ηνωμένες Πολιτείες που βρισκόταν σε ένα ασφυκτικό οικονομικό αδιέξοδο και αυτό το αδιέξοδο είχε μεγάλη επίδραση στη ποίηση του Δώρου.
Παρά το επαναστατικό και κοινωνικό περιεχόμενο της ποίησής του βλέπουμε ότι καταλήγει μερικές φορές σε απαισιόδοξα συμπεράσματα. Ένα χαρακτηριστικό ποίημα εκείνης της περιόδου είναι αυτό που κυκλοφορείται «Νέα Υόρκη 1968» και δείχνει πόσο ο Δώρος Λοΐζου, απομονωμένος από την πολιτική δράση, είχε καταλήξει σε ορισμένα απαισιόδοξα συμπεράσματα. Και τραγουδούσε τότε ο Δώρος:
Δεν υπάρχει ελευθερία μέσα σ’ αυτά τα τετράγωνα…
Δεν υπάρχει θρησκεία που να πείθει για λύτρωση…
Τα χέρια μας,
πικρά κι ανώφελα
ανταμώνουν στο χάος και χάνονται…
Η ψυχή χάνει την πίστη και μαθαίνει το θάνατο…
Ένα θάνατο, αργό, βέβαιο κι άσκημο…
Όλοι έχουν λοξοδρομήσει… Όλοι…
Κι η σημαία χάσκει εγκαταλειμμένη…
Και δεν έχω άλλη εκλογή, παρά να μένω στα υπόγεια αλχημιστής…
Στα σοφά…
Στα μυστικά…
Στα ενδόμυχα…
Ο Δώρος Λοΐζου πίστευε ακόμα πως τον κόσμο δεν τον αλλάζουν οι πολιτικοί μα οι ποιητές με τους στίχους τους. Είναι σαφές ότι ο Δώρος, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες είχε καταλήξει σε ορισμένα συμπεράσματα απαισιόδοξα σε ότι αφορά την πολιτική δράση.
Επιστρέφει στην Κύπρο το 1972, σε ένα τόπο όπου οι πολιτικές και κοινωνικές αντιθέσεις ήταν οξυμένες σε τεράστιο βαθμό, σε ένα τόπο όπου η Χούντα εκείνη την περίοδο προσπαθούσε με κάθε μέσο να διεισδύσει στην Κύπρο και που η ΕΟΚΑ Β΄ με την τρομοκρατική της δράση λειτουργούσε σαν μοχλός πίεσης πάνω στον Κυπριακό λαό. Επιστρέφει σε αυτό το χώρο και προσαρμόζεται γρήγορα στις καινούργιες καταστάσεις.
Πολύ γρήγορα μετατρέπεται σε ένα ολοκληρωμένο κοινωνικό αγωνιστή που βρίσκεται στις γραμμές του λαϊκού κινήματος και αγωνίζεται μέσα από τη Σοσιαλιστική Νεολαία ΕΔΕΝ και την ΕΔΕΚ, αλλά ταυτόχρονα προσπαθεί να διαμορφωθεί στο χώρο της επαναστατικής φιλοσοφίας.
Διαβάζει κλασικούς του Μαρξισμού, διαβάζει Ένγκελς, Λένιν, και οργανώνει συζητήσεις με τους φίλους του πάνω σε θεωρητικά και φιλοσοφικά ζητήματα.
Δυστυχώς ο Δώρος δεν μας άφησε γραπτά πάνω στους τελευταίους φιλοσοφικούς προβληματισμούς του. Ότι και να πει κανένας από μνήμης κινδυνεύει πάντα να δώσει μία προσωπική χροιά σε αυτά που πίστευε ο Δώρος την τελευταία περίοδο της ζωής του. Πιστεύω είναι βασικό να αναφέρουμε μερικά πράγματα για να δούμε πώς ο Δώρος αντιμετώπιζε τότε τις κοινωνικές καταστάσεις.
Για τον Δώρο ο Σοσιαλισμός δεν είναι μία κατάσταση που προσφέρεται στους ανθρώπους από τα πάνω από μερικούς ιδεολόγους ή μερικούς απλόχερους ανθρώπους, αλλά είναι το αποτέλεσμα μιας επαναστατικής διαδικασίας που δημιουργεί η όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων.
Ο Δώρος πίστευε πως ο Σοσιαλισμός δεν ήταν κάτι που προσφέρεται μηχανιστικά στον άνθρωπο, όπως πιστεύουν μερικοί δογματικοί, άλλα που κατακτιέται με τον αγώνα των καταπιεσμένων μαζών
Ακόμα, για το Δώρο Λοΐζου ο Σοσιαλισμός ήταν αδιανόητος χωρίς ελευθερία. Χαρακτηριστικά θύμιζε ένα κομμάτι από τον Ένγκελς και το αντιπαράθετε σε αυτούς που πιστεύουν ότι μπορεί ο Σοσιαλισμός να κατακτηθεί ειρηνικά ή πιστεύουν ότι ο Σοσιαλισμός είναι δεμένος κατ΄ ανάγκη με ορισμένα δικτατορικά μέτρα.
Έλεγε περίπου Ένγκελς ότι υπάρχουν μερικοί που βλέπουν τον Σοσιαλισμό σαν μία κατάκτηση που μετατρέπει τον άνθρωπο σε μηχανή και ρομπότ, που μετατρέπει τον άνθρωπο σε ένα αριθμό και σαν ένα όργανο στις ανάγκες της παραγωγής. Υπάρχουν έλεγε ο Ένγκελς και τέτοιοι “Σοσιαλιστές” αλλά εμείς δεν ανταλλάσσουμε την ελευθερία με τίποτα.
Αυτά ήταν περίπου όσα συζητούσαμε με τον Δώρο εκείνη την περίοδο και όσα έχουν μείνει στη μνήμη μας. Ο Δώρος όμως ήταν και ο άνθρωπος της πρακτικής δράσης. Εντάχθηκε όπως είπαμε στην ΕΔΕΝ και στην ΕΔΕΚ και στο συνέδριο της Νεολαίας το 73 εκλέγηκε μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου και Κεντρικός Οργανωτικός Γραμματέας της Οργάνωσης.
|
Ταυτόχρονα παίζει σπουδαίο ρόλο στην εφημερίδα της οργάνωσης και στις προετοιμασίες για τη δημιουργία της Σοσιαλιστικής Έκφρασης. Eίναι ο άνθρωπος που κρατάει την εφημερίδα, ο άνθρωπος ο οποίος εργάζεται και στη σύνταξη αλλά και στο τυπογραφείο και στις διορθώσεις και στη σελίδωση της εφημερίδας μέχρι που να δώσει τη μορφή που ήθελε ο ίδιος Τον Απρίλη του 74 στο 2ον Παγκύπριο Συνέδριο του Σ.Κ. ΕΔΕΚ εκλέγεται μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος και του Πολιτικού Γραφείου.
Ταυτόχρονα εργάζεται και σαν καθηγητής στην Αγγλική Σχολή,72 – 74. Εκεί δημιουργεί τους πρώτους μαθητικούς πυρήνες που αργότερα αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά της οργάνωσης «Δημοκρατική Νεολαία Δώρου Λοΐζου». Γρήγορα όμως ο Δώρος σταματά το επάγγελμα του καθηγητή και δίνει όλο του το χρόνο στην πολιτική δράση. |
αγώνες του
Οι αγώνες του
Η σφραγίδα του Δώρου βρίσκεται σε όλες τις δραστηριότητες της ΕΔΕΚ, του κινήματος που τόσο συνειδητά υπηρέτησε, με όλη τη δύναμη της ψυχής του και στο βωμό του οποίου θυσίασε ότι πιο πολύτιμο είχε: Τη ζωή του.
Στη Παιδεία
Ο αγωνιστής δάσκαλος θεωρούσε το δικαίωμα της εκπαίδευσης ένα από τα πιο σημαντικά δικαιώματα που οποιαδήποτε χώρα οφείλει να δώσει στους πολίτες της για να εξασφαλίσει τη λευτεριά τους, γιατί η εκπαίδευση ήταν και είναι πάντοτε εγγύηση της λευτεριάς της σκέψης. Στους νέους που ήταν πιότερο φίλοι του παρά μαθητές του, μιλούσε ώρες πολλές για το καυτό τούτο πρόβλημα.
«Το δικαίωμα της εκπαίδευσης -έλεγε -αποδέχεται και η Κυπριακή Πολιτεία ως μέρος του συντάγματος και το αναγνωρίζει ως «φυσικό» και «αναφαίρετο». Αν ένα πρόσωπο όμως δεν είναι απαλλαγμένο από τις στερήσεις, από το φόβο και την αβεβαιότητα για το αύριο, από την έγνοια για το μέλλον των παιδιών του, όλες οι διακηρύξεις για «φυσικά» και «αναφαίρετα» δικαιώματα και ατομικές ελευθερίες δεν είναι παρά σαπουνόφουσκες».
Το πρόβλημα τούτο, πάνω στο οποίο ο αγωνιστής δάσκαλος αφιέρωνε όλες σχεδόν τις ελεύθερές του ώρες, το τοποθετούσε μέσα στα παρακάτω πλαίσια:
- Δωρεάν εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες και σε όλες τις σχολές. Ιδιαίτερα τόνιζε το θέμα των συσσιτίων τόσο στα δημοτικά όσο και στα ανώτερα σχολεία.
- Επέμενε στην αναπροσαρμογή του όλου εκπαιδευτικού προγράμματος στα σημερινά παγκόσμια δεδομένα. Χαρακτηριστικά ο Δώρος αναφέρετο στη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορία στην Ελλάδα όπου το πρόγραμμα σχεδιάζετο και κατευθυνόταν από το χουντικό σκοταδισμό, που είχε στόχο την καλλιέργεια του σωβινισμού και φτηνού εθνικού και θρησκευτικού συναισθηματισμού στα παιδιά μας.
- Με πόνο ψυχής ο ανεπανάληπτος τούτος αγωνιστής έβλεπε το χιλιοπροδομένο λαό μας να γίνεται πιόνι στα χέρια του αντιλαϊκού φασισμού. Έβλεπε παιδιά προοδευτικών και δημοκρατικών γονιών να γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης των αντιδραστικών δυνάμεων και καλούσε τους γονιούς, τους δασκάλους, τα κόμματα, να αντιδράσουν δυναμικά.
- Φανατικός υποστηρικτής ο Δώρος της Δημοτικής σε όλους τους τομείς. Αγωνιζόταν για την απλοποίηση δηλαδή της Ελληνικής λαλιάς. Ο ίδιος υιοθέτησε το μονοτονικό σύστημα, όλα δε τα ποιήματα και γενικά η γραφή του βασίστηκαν πάνω σε αυτό το σύστημα.
- Εξοικονόμηση χρόνου, τόσο στο δάσκαλο όσο και στο μαθητή.
Πίστευε ο Δώρος ότι οι μεν εκπαιδευτικοί θα έχουν έτσι περισσότερο χρόνο για επιμόρφωση και παρακολούθηση της εξέλιξης στη παιδαγωγική, οι δε μαθητές τον χρειάζονται για ψυχική ξεκούραση και γαλήνη.
Πάνω σε ένα τέτοιο πιστεύω δούλεψε ο Δώρος σαν εκπαιδευτικός ασταμάτητα μέχρι το τέλος. Ακαταμάχητος, ακούραστος, αποφασιστικός και αισιόδοξος προχωρούσε ο «καβαλάρης καθοδηγητής» δείχνοντας στους νέους μας το δρόμο της τιμής και του καθήκοντος.
«Εμάς βαραίνει – έλεγε πολύ συχνά – να οδηγήσουμε το λαό μας από τις προκαταλήψεις, σκοπιμότητες και τη γελοία οπισθοδρομική προσκόλληση σε ξεπερασμένες αρρωστημένες παράδοσες , στην εκπαιδευτική και πολιτική λευτεριά».
Για τις γυναίκες
Εκείνο που πάντα τον απασχολούσε σε αυτό τον τομέα είναι η νοοτροπία της Κύπριας γυναίκας. Πρέπει να φτιάξουμε σοσιαλίστριες γυναίκες διότι δεν είναι νοητό αυτή η τεράστια δύναμη να μην αξιοποιείταιή να μην αξιοποιείται σωστά τέλος πάντων». Εισηγητής και οργανωτής αυτής της ιδέας, ξεκίνησε και έθεσε τις βάσεις για τη σύσταση της πρώτης Σοσιαλιστικής Κίνησης γυναικών στην ΕΔΕΚ. Ιδρυτική συγκέντρωση, ενημέρωση, σύσταση προσωρινής επιτροπής και δουλειά. Πολλή δουλειά. Ύστερα το παλικάρι έφυγε….
Κάτι χαρακτηριστικό πριν από το ξεκίνημα είναι και το πιο κάτω ποίημα του για τις γυναίκες πούγραψε.
Ε κοπέλα μου, εδώ τσακίζουν χέρια για ένα όνειρο - μνουχίζουν για ένα φυλλάδιο Ε κοπέλα μου, κάτω από τα παράθυρα σου πετροβολούν την ελευθερία και συ… εσύ… |
|
Με τους νέους, έγραφε τότε στην Σοσιαλιστική Έκφραση
Νέοι μου,
Επειδή πολλοί από σας με ρωτάτε για ποια είναι τα καλύτερα βιβλία που ενδιαφέρουν τους σοσιαλιστές νέους, η «Έκφραση» καθιερώνει από σήμερα σχετική στήλη. Ας αρχίσουμε λοιπόν με τα εξής:
Τετράδια του Ρήγα (του γνωστού μας νεοελληνιστή Μεσημβρινού). - Η βασιλεία στην Ελλάδα - Η δίκη των τόνων - Η προδομένη γλώσσα - Το Σοσιαλιστικό Μανιφέστο
2. Κατάθεση 73 (εκδόσεις Μπουκουμάνη)
3. Τα κοινωνικά Συστήματα (του Μπέρναντ Σω)
4. Ο Τσε Γκουεβάρα και ο Μαρξισμός(έκδοση Καρανάση)
5. Η Άλλη λύση (του Ροζέ Γκαρωντύ).
Θα είμαι μαζί σας και την άλλη εβδομάδα.ΔΩΡΟΣ
Αυτή ήταν μια από τις τελευταίες επαφές που είχε με τους νέους που τόσο αγάπησε. Με τους νέους για τους οποίους τόσο πολύ εργάστηκε και από τους οποίους τόσο πολύ αγαπήθηκε.
Το πρωί της 15ης του Ιούλη το 74 ο Δώρος βρίσκεται στα γραφεία του κόμματος μαζί με τον σύντροφό του τον Θέμο Δημητρίου.
Ακούγονται οι πρώτοι πυροβολισμοί και φτάνουν οι πρώτες πληροφορίες ότι πρόκειται για πραξικόπημα. Προσπαθούν να επικοινωνήσουν τηλεφωνικά με το σπίτι του Προέδρου του κόμματος αλλά οι γραμμές είναι κομμένες. Παίρνουν αυτοκίνητο και πάνε στο σπίτι του Προέδρου δίπλα από το Προεδρικό, ενώ μαίνονται οι μάχες. Το βρίσκουν όμως άδειο, είχαν ήδη φύγει όλοι.
Επιστρέφουν στην αρχιεπισκοπή, οπλίζονται και μαζί με άλλους αγωνιστές αντιστέκονται στα χουντικά στρατεύματα και τα τανκς.
Το απόγευμα, όταν η αντίσταση στην αρχιεπισκοπή ήταν πια μάταια αποσύρονται στο Καϊμακλί όπου ενώνονται με τη γνωστή πια «αντίσταση του Καϊμακλιού» και αντιστέκονται μέχρι την Τετάρτη το απόγευμα.
Αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά δύο προσπάθειες των δυνάμεων ασφαλείας της χούντας να καταλάβουν το Καϊμακλί, μια στον Πεντάδρομο και μια στο Λαϊκό Καφεκοπτείο. Μόνη τους επαφή με την υπόλοιπη Λευκωσία και την υπόλοιπη Κύπρο ο ραδιοσταθμός της Πάφου.
Τα όπλα τους είναι λίγα και τα πυρομαχικά τους ελάχιστα. Την Τετάρτη το απόγευμα, αφού σίγησε ο ραδιοσταθμός της Πάφου, αποφασίζουν να σταματήσουν την αντίσταση και να περάσουν στην παρανομία.
Από εκεί και πέρα ο Δώρος έρχεται σε επαφή με τον πρόεδρο του κόμματος και προσπαθεί να συντονίσει την παράνομη δουλειά του κόμματος. Βρίσκει τους χώρους όπου θα γίνονται οι συνεδριάσεις του Πολιτικού Γραφείου, προσπαθεί να έρθει σε επαφή με τα ξεκομμένα στελέχη του κόμματος και γίνεται ουσιαστικά ο άνθρωπος που οργανώνει τις πρώτες παράνομες συσκέψεις του κόμματος.
Όταν λειτούργησαν οι εφημερίδες, εργάζεται και στα ΝΕΑ και μεταφέρει λινοτυπημένη ύλη της εφημερίδας από το παλιό τυπογραφείο που βρισκόταν μέσα στην καρδιά της Πράσινης Γραμμής σε ένα άλλο τυπογραφείο όπου λειτουργούσαν τα μηχανήματα και μπορούσε να τυπωθεί εφημερίδα. Αυτό γινόταν, όπως αντιλαμβάνεστε, με κίνδυνο της ζωής.
Ο Δώρος, όλο εκείνο το διάστημα του μεταπραξικοπήματος ήταν ο άνθρωπος που δεν ήταν ο ξεκομμένος διανοούμενος ή ο απομονωμένος ποιητής, αλλά ο άνθρωπος που όταν το απαιτούσαν οι στιγμές άφηνε την πένα στην μπάντα και άρπαζε το όπλο προκειμένου να υπερασπίσει αυτά που διακήρυσσε μέσα από τα ποιήματά του.
Απόδειξε ακόμα πως ήταν ο άνθρωπος που περιφρονούσε το θάνατο, που ήταν έτοιμος να πεθάνει κάθε στιγμή υπερασπίζοντας τις ιδέες του.
Συλλαμβάνεται στις αρχές Αυγούστου από την χουντική αστυνομία και μεταφέρεται στις κεντρικές φυλακές για ανάκριση. Εκεί στήνει ιδεολογική συζήτηση με τους ανακριτές τους σε βαθμό μάλιστα που όταν αργότερα αφέθηκε ελεύθερος είχε κλείσει ραντεβού σε ένα καφενείο με ένα από τους ανακριτές του για να συζητήσουν για τον Σοσιαλισμό και για την πολιτική τοποθέτηση του Δώρου.
Εκείνες τις τραγικές στιγμές ο Δώρος, μέσα από αυτή τη φουρτούνα δεν ξεχνούσε ότι ήταν προπαγανδιστής, ο ζυμωτής, ο άνθρωπος που έπρεπε και ήθελε να μεταφέρει τις ιδέες του σε άλλους, ακόμα και στους εχθρούς του.
Στις 15 Αυγούστου, σε σύσκεψη υπό την προεδρία του Γλαύκου Κληρίδη στο Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών, είχε ειδοποιηθεί ο Βάσος Λυσσαρίδης να μην παρευρεθεί γιατί «δεν μπορούσαν να εγγυηθούν για την ακεραιότητα της ζωής του».
Ο Βάσος Λυσσαρίδης συνοδευόμενος από τον Δώρο Λοΐζου παρακάθισε τελικά στη σύσκεψη που έγινε στην παρουσία οπλοφόρων της ΕΟΚΑ Β’ που παρευρίσκονταν εντός και εκτός της αίθουσας.
Ζητήθηκε από την πολιτική ηγεσία η αποδοχή του Τουρκικού σχεδίου Γκιουνές. Είναι γνωστό πια ότι η ΕΔΕΚ δήλωσε ξεκάθαρα:
«Η ΕΔΕΚ και ο λαός δεν θα δεχτούν ποτέ την υπογραφή της διχοτόμησης ή του διαχωρισμού». Ήταν φυσικό ο πρόεδρος της ΕΔΕΚ να γίνει στόχος.
Πίστευαν ότι δολοφονώντας τη Δημοκρατική ηγεσία του τόπου θα μπορούσαν εύκολα να φιμώσουν το λαό, θα μπορούσαν εύκολα να μετατρέψουν το συμβιβασμό σε νίκη και να δεχτούν τα τετελεσμένα.
Φτάνουμε στις 30 Αυγούστου. Ο Δώρος είναι ο άνθρωπος ο οποίος φιλοξενεί στο σπίτι του τον πρόεδρο του κόμματος την προηγούμενη της 30ης Αυγούστου 1974. Το πρωί στις 8:30 μεταφέρει με το αυτοκίνητό του τον Πρόεδρο στα γραφεία μαζί με τη γυναίκα του Βαρβάρα. Οι δολοφόνοι βρίσκονται εκείνη τη στιγμή ταμπουρωμένοι και κρυμμένοι στη γέφυρα του ΟΧΙ και πριν ακόμα το αυτοκίνητο πλησιάσει το ράουντ απάουτ, πέφτουν οι πρώτοι πυροβολισμοί.
Οι πρώτες σφαίρες βρίσκουν τον Δώρο στο κεφάλι και τον αφήνουν νεκρό. Η γυναίκα του και ο πρόεδρος του κόμματος είναι ελαφρά τραυματισμένοι.
Από κείνη τη στιγμή, ο Δώρος Λοΐζου, ο άνθρωπος, ο ποιητής, ο επαναστάτης δεν υπάρχει πια.
Σταματά να ζει, έχει όμως αφήσει πίσω του μια κληρονομιά.
Εμείς που τον ζήσαμε από κοντά, εμείς που εκτιμούμε το έργο του και την προσφορά του, δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να τον ξεγράψουμε. Σαρανταεπτά χρόνια μετά το θάνατό του οι ιδέες του είναι ακόμα πιο δυνατές και ακόμα πιο αναγκαίες για μας.
Ο ΛΕΥΤΕΡΟΣ Θα ρίξω τα μαλλιά μου πίσω θα φορέσω το πρόσωπο ανάποδα και θα βγω στους δρόμους και στις πλατέες με ντουφέκια, φωνές, με συνθήματα…
Να ρεζιλέψω τους οπαδούς του συρματοπλέγματος… Να βάλω φωτιά στην Πρεσβεία του Θανάτου… Θα ρθούν οι γνωστικοί να μου βάλουν τρικλοποδιά, γιατί τους διώχνω τους πελάτες από τα μαγαζιά… Θα ρθούν οι «ειδικοί αστυνομικοί» να μου σπάσουν τα πλευρά, γιατί βάζω οργή και φωτιά στα παιδιά… Θα ρθούν οι κόκκινοι να μου κοκκινίσουν το μούτρο,
|
γιατί είμαι πιο κόκκινος απ’ αυτούς… Θα ρθούν οι λευκοί να μου μαυρίσουν το μάτι, γιατί είμαι πιο λευκός απ’ αυτούς… Θα ρθούν οι φωτισμένοι να μου αλλάξουν τα φώτα, γιατί είμαι πιο φωτισμένος απ’ αυτούς…
Θα ρθούν οι γελοίοι, οι σοβαροί… Οι ανατολικοί, οι δυτικοί… Οι προτεστάντες, οι καθολικοί… Οι δικοί, οι οχτροί… Οι διαόλοι, οι θεοί…
Τελοσπάντων όλοι, εκείνοι κι αυτοί που παίρνουν τη ζωή σαν καπρίτσιο της στιγμής…
Μα εγώ θα ξαναρίξω τα μαλλιά μου πίσω θα ξαναφορέσω το ματωμένο πρόσωπο ανάποδα και θα βγω στους δρόμους και στις πλατέες με ντουφέκια, φωνές, με συνθήματα… Να διεκδικήσω Ψωμί και Ελευθερία
|
Μοιρολόγι για το Δώρο Έν’ αδελφό είχα κάποτε, ένα λεβεντονιό κυπαρίσσι ριζωμένο στη καρδιά του πατρογονικού χιλιάδες μίλια μας χωρίζανε όμως το αίμα του άκουγα τις νύχτες να κυλά στις φλέβες. Τα πιο τίμια όνειρα των ανθρώπων γι’ αυτά είχε βάλει στοίχημα τη μοίρα του. Κάποτε σμίξαμε: δεν είχαμε γελαστεί αδέλφια από την ίδια χαροκαμένη μάνα μαζί σε τούτο το παράξενο περβόλι
|
περ’ από τούτο το παράξενο περιβόλι στα σύνορα της φωτιάς. Μου κάρφωσε στ’ αστήθι έν’ άσπρο γαρύφαλο. Καρδιά του χειμώνα στην Αμμόχωστο. Αχ, πού να φανταστώ, πως ήταν ο τελευταίος Γενάρης, Πως τον Αύγουστο θα μου ‘βαφε κόκκινο το γαρύφαλο;
Αθήνα 11. 10. 74 ΜΕΣΕΒΡΙΝΟΣ
|
ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ I Εγώ, συντρόφια μου, δεν κατέχω πολλά πράγματα. Είμαι σχεδόν αγράμματος. Ανοίγω την καρδιά μου και περνά ο Ήλιος ο Κόσμος ο Θεός και μεθυσμένος από πολλή αγάπη και φώς τραγουδώ τραγουδώ τραγουδώ για να κρατήσω άσπιλο κι ακέραιο τον προορισμό του ανθρώπου.
|
|
II Κι αν θελήσεις να διεκδικήσεις τον τίτλο του ποιητή δεν υπάρχει άλλος τρόπος, μα να ραντίσεις το αίμα σου στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και την καρδιά σου να κάψεις στη φωτιά που φωτίζει τον κόσμο, για χάρη της «καθαρότητας των ουρανών», —που λέει κι ο Ελύτης. |
IΙΙ Αφού ετάχτηκα να γράφω στίχους θα οδηγήσω το στοχασμό μου ως την ύστερη ένταση της λέξης. Ύστερα το σύστημα του άλλου Γαλαξία θα μου μάθει τους στίχους του σύμπαντος.
|
|
IV Και ποιος σας είπε ότι αυτό που κάνω λέγεται ποίηση; Εγώ απλώς αντιγράφω αδέξια τον Ήλιο. |
ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΠΑΛΙ
Έρχονται πάλι.
Έρχονται, Φεντερίκο.
Μαύρα μάτια, μαύρες καρδιές, μαύρες κάννες.
Έρχονται να σε ξανασκοτώσουν,
Φεντερίκο.
Θα σε ξαναθάψουν με τους άλλους,
τους πολλούς,
τον κοσμάκη.
Κι ύστερα θα πουν
ότι σε σκότωσαν κατά λάθος,
πως ήταν ατύχημα, τυχαίο περιστατικό…
Άβε Μαρία, άβε Μαρία
προσευχήσου για μας.
Όλους εμάς τους αθώους Φεντερίκους
Εμάς που μας σκοτώνουν
τυχαία, κατά λάθος.
Οι στίχοι του Δώρου Λοΐζου μιλούν ξεκάθαρα για την Κύπρο...
Όπως την ζούμε σήμερα!
ΣΤΙΣ ΣΗΜΑΙΕΣ ΠΟΥ ΞΕΦΤΙΣΑΝ
Οι σημαίες κυματίζουν ανάποδα.
Πού’ ναι η πατρίδα;
Πού’ ναι οι ήρωες;
Οι σημαίες έγιναν σκιάχτρα
στα χωράφια των λαών
να τρομάζουν την ελευθερία.
Πού’ ναι η πατρίδα;
Πού ’ναι οι ήρωες;
Ερήμωση.
Οι σημαίες σημειώνουν σηψαιμία.
|
ΕΚΚΛΗΣΗ Ω, εσείς που συνεχίζετε στον έξω κόσμο μια κανονική ζωή δίχως κινδύνους κι άλλες ταλαντεύσεις Μη μας κατηγορήσετε πως συνηθίσαμε, πως τάχα δεν πικραίνεται η καρδιά μας έστω κι αν μόνοι μας διαλέξαμε αυτό τον άγριο δρόμο. |