Tο τέλος του Νεοφιλελευθερισμού στη Χιλή;
Η εκλογή του Gabriel Boric και η συνεχιζόμενη διαδικασία για τη σύνταξη ενός νέου συντάγματος αποτελούν μια ιστορική ευκαιρία για την αριστερά να διαμορφώσει ένα νέο κοινωνικό σύμφωνο στη Χιλή.
Marcelo Casals - 22 Δεκεμβρίου 2021*
Τον Οκτώβριο του 2019, η παλιά Χιλή αποσυντέθηκε απροσδόκητα. Μια αύξηση του ναύλου του μετρό στο Σαντιάγο πυροδότησε διαδηλώσεις για εβδομάδες, με επικεφαλής μαθητές λυκείου που καλούσαν τον κόσμο να πηδήξει πάνω από τις εισόδους. Καθώς οι διαδηλώσεις κλιμακώθηκαν, η δεξιά κυβέρνηση του επιχειρηματία Sebastián Piñera απάντησε με δυσανάλογη αστυνομική βία. Στη συνέχεια, στις 18 Οκτωβρίου, η κυβέρνηση προέβη σε αυτό που θα αποδεικνυόταν ένα μοιραίο λάθος, τη διαταγή για κλείσιμο όλων των σταθμών, αφήνοντας εκατομμύρια αποκλεισμένους στους δρόμους. Μέσα σε λίγες ώρες, οι διαδηλώσεις έγιναν μαζικές. Όταν έπεσε η νύχτα, σηκώθηκαν οδοφράγματα σε φτωχές και μεσοαστικές γειτονιές. Μέχρι το επόμενο πρωί, διάφοροι σταθμοί του μετρό στα περίχωρα της πρωτεύουσας ήταν στις φλόγες. Ήταν η βίαιη αρχή αυτού που σύντομα θα ονομαζόταν «Estallido Social»—το «Κοινωνικό ξέσπασμα»—ή «Η εξέγερση της Χιλής».
Οι μήνες διαμαρτυρίας που ακολούθησαν προκάλεσαν μια κρίση που επωαζόταν από τις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα. Αυτό που τίθετο σε κίνδυνο ήταν η νεοφιλελεύθερη Χιλή, που σχεδιάστηκε κατά τη διάρκεια της μακράς αντεπαναστατικής στρατιωτικής δικτατορίας που ξεκίνησε το 1973 και συνεχίστηκε με ορισμένες μεταρρυθμίσεις μετά την κατόπιν διαπραγματεύσεων μετάβαση στη δημοκρατία το 1990. Το πιο απτό σύμβολο εκείνης της εποχής είναι το σύνταγμα, που επικυρώθηκε από το κίβδηλο δημοψήφισμα του δικτάτορα Pinochet το 1980. Το σύνταγμα εκείνο εδραίωσε ένα μείγμα περιορισμένης δημοκρατίας και οικονομίας της αγοράς, προσανατολισμένο στα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρήσεων. Μεταβίβασε κοινωνικά στην αγορά δικαιώματα που προηγουμένως τα εγγυόταν το κράτος, και ταυτόχρονα αποδυνάμωσε τα εργασιακά και συνδικαλιστικά δικαιώματα, περιορίζοντας τη δύναμη των εργαζομένων να οργανωθούν. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι η πρόσφατη εξέγερση επικεντρώθηκε γύρω από το αίτημα για ένα νέο σύνταγμα. Λιγότερο από ένα μήνα μετά το ξέσπασμα των διαδηλώσεων, η κυβέρνηση συμφώνησε να συγκαλέσει δημοψήφισμα για το εάν το σύνταγμα έπρεπε να αντικατασταθεί. Η συντριπτική πλειοψηφία ενέκρινε το μέτρο τον Οκτώβριο του 2020 και, τον Μάιο του 2021, οι Χιλιανοί επανήλθαν στις κάλπες για να εκλέξουν μια Συντακτική Συνέλευση. Τα αποτελέσματα ήταν εκπληκτικά. Η δεξιά κέρδισε λιγότερο από το ένα τρίτο των εδρών (κάτι αδιανόητο μόλις λίγα χρόνια πριν), χάνοντας το παραδοσιακό της δικαίωμα για βέτο, ενώ ανεξάρτητοι και αριστεροί υποψήφιοι σημείωσαν σημαντικά κέρδη. Ενώ ορισμένες συμμαχίες έχουν μετατοπιστεί ελαφρώς τους τελευταίους μήνες, εξακολουθεί να υπάρχει ένα σταθερό πλειοψηφικό μπλοκ που ταυτίζεται με τα λαϊκά αιτήματα που διατυπώθηκαν κατά τη διάρκεια του Estallido. Δεδομένου του αντι-νεοφιλελεύθερου χαρακτήρα των διαδηλώσεων και της νίκης του αριστερού Γκάμπριελ Μπόριτς τον Δεκέμβριο στις προεδρικές εκλογές, η συνταγματική διαδικασία αποτελεί μια εξαιρετική ευκαιρία για τη Χιλιανή Αριστερά να διαμορφώσει ένα νέο κοινωνικό σύμφωνο.
Νεοφιλελεύθερη Δημοκρατία
Η Χιλή γνώρισε σχετική ηρεμία για σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά τη μετάβαση στη δημοκρατία. Η πρώτη εκλεγμένη κυβέρνηση το 1990, υπό την ηγεσία του Concertación de Partidos por la Democracia—του κεντροαριστερού συνασπισμού που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας ως μια μετριοπαθής αντιπολίτευση—εκτόπισε με επιτυχία τον Augusto Pinochet και τον στρατό. Μετά την άνοδό τους στην εξουσία, πολλοί από τους οικονομολόγους, ιδεολόγους και τεχνοκράτες του συνασπισμού αποφάσισαν—είτε από πεποίθηση είτε από φόβο—να διατηρήσουν τα κεντρικά χαρακτηριστικά της οικονομικής τάξης που καθιερώθηκε υπό τον Pinochet. Η ιστορία αυτού του μοντέλου είναι γνωστή: οι λεγόμενοι «Chicago Boys», μια ομάδα νεοκλασικών οικονομολόγων, έπεισαν τη δικτατορία να μεταρρυθμίσει την οικονομία υπέρ των μεγάλων επιχειρήσεων. Ο Pinochet και ο στρατός εφάρμοσαν την ταχεία ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης, της κοινωνικής ασφάλισης και της υγειονομικής περίθαλψης. Ιδιωτικοποιώντας δεκάδες κρατικές επιχειρήσεις, δημιούργησαν μια νέα ολιγαρχία και έχτισαν μια σημαντική βάση στήριξης του αυταρχισμού.
Στη δεκαετία του 1990, ο νεοφιλελευθερισμός απέκτησε τη δημοκρατική νομιμότητα που του έλειπε στο παρελθόν. Αυτή η ενοποίηση αναλήφθηκε από έναν επεκτατικό οικονομικό κύκλο που βελτίωσε ριζικά τις υλικές συνθήκες για την πλειοψηφία των Χιλιανών. Η φτώχεια έπεσε σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και η κατανάλωση αυξήθηκε σε όλες τις κοινωνικές τάξεις χάρη στη διαθεσιμότητα πίστωσης. Η επιχειρηματική τάξη απολάμβανε επίσης ευνοϊκές συνθήκες για τη συσσώρευση πλούτου. Ίσως η πιο αμφιλεγόμενη πολιτική της εποχής ήταν η χρήση των τεράστιων πόρων των υποχρεωτικώς ιδιωτικοποιημένων ταμείων συνταξιοδότησης, του Administradoras de Fondos de Pensiones (AFP), για κερδοσκοπία. Για μερικά χρόνια, η ελεύθερη αγορά, η κοινωνική σταθερότητα και η έντονη ανισότητα έμοιαζαν απόλυτα συμβατές.
Την ίδια περίοδο, η αριστερά υπέστη τις συνέπειες ενός διχασμού που ξεκίνησε κάτω από τη δικτατορία. Η ήττα του επαναστατικού σχεδίου της Λαϊκής Ενότητας του Salvador Allende οδήγησε σε μια μακρά περίοδο προβληματισμού και αυτοκριτικής σε όλη την αριστερά. Το Κομμουνιστικό Κόμμα (CP) και άλλες ριζοσπαστικές ομάδες θρηνούσαν για την έλλειψη μιας σταθερά μαχητικής πολιτικής και επέμειναν στην ανάγκη χρήσης «όλων των μορφών αγώνα», συμπεριλαμβανομένης της βίας, στον αγώνα ενάντια στη δικτατορία. Η αποτυχία αυτής της στρατηγικής, μαζί με την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, άφησαν το CP (ΚΚ) πολιτικά απομονωμένο κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 και έως τη δεκαετία του 2000. Εν τω μεταξύ, σημαντικά τμήματα του Σοσιαλιστικού Κόμματος, του ιστορικού κόμματος του Allende, πέρασαν μέσα από μια διαδικασία «ανακαίνισης» κατά την οποία απαρνήθηκαν τον Μαρξισμό και τον επαναστατικό ορίζοντα υπέρ της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Οι Σοσιαλιστές συνήψαν συμμαχία με τους Χριστιανοδημοκράτες—που είχαν υποστηρίξει το πραξικόπημα του 1973 αλλά σύντομα αποξενώθηκαν από τη δικτατορία—ως ένα μετριοπαθές μπλοκ της δημοκρατικής, αντιεξουσιαστικής αντιπολίτευσης. Τα δύο κόμματα ήταν η βάση του Concertación, το οποίο συμφώνησε να συμμετάσχει στο δημοψήφισμα του 1988 σχετικά με το αν θα παραταθεί το καθεστώς του Pinochet. Χάρη σε μια τεράστια κινητοποίηση και διεθνή πίεση, η αντιπολίτευση στον Pinochet κέρδισε. Την επόμενη χρονιά, το Concertación κέρδισε εύκολα τις προεδρικές εκλογές - αυτή ήταν η αρχή των είκοσι ετών στην εξουσία του συνασπισμού. Αλλά οι κυβερνήσεις της Concertación δίστασαν να πιέσουν για μεγάλες ιδεολογικές αλλαγές. Αντίθετα, διατήρησαν τους κεντρικούς πυλώνες του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, που πλέον νομιμοποιήθηκε με ένα νέο, αν και περιορισμένο, δημοκρατικό σύστημα.
Οι πρώτες ρωγμές
Ενώ τα κόμματα της αριστεράς ήταν διχασμένα, υπήρξαν από νωρίς σημάδια δυσαρέσκειας με τη νεοφιλελεύθερη δημοκρατία. Πολλοί νέοι άνθρωποι είχαν αποδεσμευτεί από το πολιτικό σύστημα. Κατά την πρώτη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα, η απάθεια μετατράπηκε σε θυμό, ειδικά μεταξύ των μαθητών λυκείου και φοιτητών στο ιδιωτικοποιημένο, ταξικά διαχωρισμένο εκπαιδευτικό σύστημα. Η Επανάσταση των Πιγκουίνων (που πήρε το όνομά της από τα χρώματα των σχολικών στολών) το 2006 ήταν η πρώτη ένδειξη μιας βαθύτερης δυσαρέσκειας. Εκατοντάδες χιλιάδες διαδήλωσαν ενάντια στα δίδακτρα και υπέρ μιας ποιοτικής εκπαίδευσης για όλους. Το Concertación, τότε στην τέταρτη συνεχή θητεία του, είχε ακόμα την ικανότητα να εκτονώσει τη σύγκρουση με μικρές μεταρρυθμίσεις και μια υπόσχεση για μελλοντικές βελτιώσεις.
Η κατάσταση άλλαξε το 2010 όταν ο Piñera εξελέγη πρόεδρος. Έφερε στην κυβέρνηση τους κληρονόμους της δικτατορίας Pinochet, εκθέτοντας τους μηχανισμούς συσσώρευσης και εμπορευματοποίησης που προηγουμένως κρύβονταν πίσω από μια επίστρωση προοδευτισμού. Τον επόμενο χρόνο, διαδηλώσεις υπό την ηγεσία κοινωνικών κινημάτων ανεξάρτητων από τα πολιτικά κόμματα της μετάβασης ξέσπασαν σε όλη τη χώρα, συμπίπτοντας με άλλες κινητοποιήσεις όπως η Αραβική Άνοιξη και το Occupy Wall Street. Περιβαλλοντικά κινήματα άρχισαν να κινητοποιούνται ενάντια στο εξορυκτικό οικονομικό μοντέλο και την καταστροφή του φυσικού κόσμου. Πιο εμφανώς, φοιτητές βγήκαν στους δρόμους, διαμαρτυρόμενοι για άλλη μια φορά για τον ταξικό διαχωρισμό που παράγεται από τα υψηλά δίδακτρα που χρεώνουν ιδιωτικά και κρατικά κολέγια/πανεπιστήμια, τα οποία απαιτούσαν τη δημιουργία επαχθών χρεών που διαχειρίζονταν οι ιδιωτικές τράπεζες. Για τη νέα γενιά πολιτικών ηγετών που σφυρηλατήθηκε από αυτές τις διαμαρτυρίες, ήταν ξεκάθαρο ότι οι αποτυχίες του εκπαιδευτικού συστήματος ήταν μέρος ενός ευρύτερου προβλήματος που σχετίζεται με τα όρια και τις ασυνέπειες της δημοκρατικής μετάβασης.
Το Concertación είχε μια τελευταία ευκαιρία να δώσει ουσιαστικές απαντήσεις στις φοιτητικές διαμαρτυρίες όταν νίκησε τη δεξιά στις προεδρικές εκλογές του 2013. Η Michelle Bachelet, η οποία είχε ήδη διατελέσει πρόεδρος μεταξύ 2006 και 2010, επέστρεψε στην εξουσία με εντολή για μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένης της δωρεάν εκπαίδευσης και της αντικατάσταση του συνταξιοδοτικού συστήματος. Στην προσπάθεια αυτή είχε την υποστήριξη ενός σημαντικού τμήματος της φοιτητικής ηγεσίας, συμπεριλαμβανομένων μελών του CP (ΚΚ, που τότε ήταν μέρος του κυβερνητικού συνασπισμού) καθώς και εκείνων που οργάνωσαν το Frente Amplio (Ευρύ Μέτωπο) —ένα νέο αριστερό πολιτικό συνασπισμό που αποτελείται από πρώην ηγέτες φοιτητών εμπνευσμένους από κινήματα όπως οι Podemos στην Ισπανία και ο Σύριζα στην Ελλάδα, που κατείχαν μερικές έδρες στην Βουλή των Αντιπροσώπων. Αλλά η ενιαία αντιπολίτευση της δεξιάς, η διαφθορά στον στενό κύκλο της Bachelet και η συντηρητική διάθεση ορισμένων τεχνοκρατών της Concertación συνωμότησαν ενάντια στο μεταρρυθμιστικό σχέδιο. Το συνταξιοδοτικό σύστημα πολύ λίγο τροποποιήθηκε και ο στόχος της δωρεάν τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μετατράπηκε σε μια τεράστια μεταφορά πόρων στα ιδιωτικά πανεπιστήμια.
Στο μεταξύ, οι Χιλιανοί γίνονταν μάρτυρες μιας κατάρρευσης του κύρους θεσμών που ήταν βασικοί άξονες του πολιτικού συστήματος για δεκαετίες. Η Καθολική Εκκλησία έχασε την ηθική της εξουσία καθώς ήρθε στο φως συστηματική σεξουαλική κακοποίηση από ιερείς. Οι ένοπλες δυνάμεις και η αστυνομία κατηγορήθηκαν για απορρόφηση εκατομμυρίων από δημόσιους πόρους. Πολυάριθμες κατηγορίες για διαφθορά και παράνομη χρηματοδότηση εκστρατειών κατατέθηκαν εναντίον ιδιοκτητών επιχειρήσεων και της πολιτικής ελίτ, σε μια χώρα που ήταν περήφανη για την ευθύτητα των δημοσίων αξιωματούχων της.
Σε όλη αυτή την περίοδο, οι διαμαρτυρίες συνεχίστηκαν και επεκτάθηκαν για να αντιμετωπίσουν νέα ζητήματα. Το κίνημα «Νο + AFP» (Όχι άλλο AFP) συγκέντρωσε εκατοντάδες χιλιάδες Χιλιανούς το 2016 και το 2017 για να αποκηρύξουν το ιδιωτικό σύστημα συνταξιοδότησης. Στην Araucanía, την περιοχή της Χιλής με το υψηλότερο ποσοστό αυτόχθονων κατοίκων, οι συγκρούσεις για τη γη εντάθηκαν και οι ιστορικές απαιτήσεις του λαού των Μαπούτσε κέρδισαν λαϊκή υποστήριξη. Και το 2018, ένα κύμα ριζοσπαστικού φεμινισμού διέσχισε τη Χιλή. Όλα αυτά συνέβησαν έξω από τα πολιτικά κόμματα της μετάβασης, τα οποία αναπαράγονταν ειρηνικά μέσα στον κρατικό μηχανισμό, αλλά απομονώνονταν όλο και περισσότερο από τα πάθη και τις απόψεις των Χιλιανών πολιτών. Αυτή η αποσύνδεση εκδηλώθηκε με την εκλογική αποχή, παρέχοντας μια ευκαιρία για την αναβίωση της δεξιάς. Το 2017, ο Piñera κέρδισε ξανά την προεδρία σε εκλογές με χαμηλή συμμετοχή.
Το Συνταγματικό Πρόβλημα
Στα χρόνια που προηγήθηκαν της εξέγερσης του 2019, ο στόχος της αντικατάστασης του συντάγματος άρχισε να κυκλοφορεί στα λαϊκά κινήματα. Όταν πρωτοεμφανίστηκε η ιδέα, ωστόσο, κατά τη διάρκεια των φοιτητικών διαμαρτυριών του 2011, κοροϊδεύτηκε από τη δεξιά και ένα μεγάλο μέρος του Concertación. Προς τιμή της, η δεύτερη κυβέρνηση της Bachelet σκόπευε να ξεκινήσει μια ιδρυτική διαδικασία, αλλά της έλειπε η πολιτική βούληση να την πραγματοποιήσει και κατέρρευσε παράλληλα με τις συνταξιοδοτικές και εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις. Μόνο ως αποτέλεσμα των διαμαρτυριών προέκυψε η ιδέα ως κάτι πιθανόν και επείγον.
Η στρατιωτική δικτατορία του Pinochet είχε επίσης δει κάποτε μια συνταγματική μεταρρύθμιση ως επείγουσα ανάγκη. Άρχισε να εργάζεται πάνω σε ένα νέο σύνταγμα λίγο μετά που πήρε την εξουσία, πεπεισμένος ότι το δημοκρατικό σύστημα που είχε τις ρίζες του στο σύνταγμα του 1925 ήταν ανεπανόρθωτα ξεπερασμένο. Η στρατιωτική χούντα ήθελε να εξαλείψει την πιθανότητα ενός νέου επαναστατικού, αντικαπιταλιστικού σχεδίου και να αλλάξει ριζικά την οικονομία, τους πολιτικούς θεσμούς, ακόμη και τις καρδιές και το μυαλό των Χιλιανών. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, μια μικρή επιτροπή εξουσιοδοτημένη από τη δικτατορία παρουσίασε το πρώτο σκαγράφημα ενός νέου συντάγματος. Αφού τροποποίησε το έγγραφο για να συγκεντρώσει και να επεκτείνει την εξουσία του καθεστώτος, ο Pinochet το επικύρωσε μέσω δημοψηφίσματος χωρίς εκλογικούς καταλόγους και χωρίς να επιτρέπει πολιτική αντιπολίτευση.
Κατά τη διάρκεια της αμφισβήτησης της αυταρχικής διακυβέρνησης, η οποία ξεκίνησε με τεράστιες εθνικές διαδηλώσεις το 1983, αιτήματα για μια νέα συντακτική συνέλευση άρχισαν να εμφανίζονται. Ωστόσο, η μετριοπαθής αντιπολίτευση—η συμμαχία μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλιστικού Κόμματος—κατέληξε να αποδεχθεί τη μεταβατική διαδικασία που περιγράφεται στο σύνταγμα του 1980, η οποία οδήγησε στην ήττα του δικτάτορα με το δημοψήφισμα του 1988. Ο πραγματισμός του συνασπισμού οδηγήθηκε από την ήττα της εξεγερτικής στρατηγικής της ριζοσπαστικής αριστεράς και την κυβερνητική καταστολή των διαδηλώσεων. Μετριοπαθείς ηγέτες πίεσαν για να μεταρρυθμιστούν οι πιο αντιδημοκρατικές πτυχές του συντάγματος—όπως το ότι έθετε εκτός νόμου τα μαρξιστικά κόμματα—μέσω διαπραγματεύσεων με το καθεστώς το 1989.
Αυτές οι διαπραγματεύσεις επέτρεψαν σε μια σειρά αντιδημοκρατικών μηχανισμών να επιβιώσουν κατά τη διάρκεια της μετάβασης, συμπεριλαμβανομένης, μεταξύ άλλων, της παρουσίας διορισμένων γερουσιαστών (που αποτελούνταν από πρώην μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου, των ενόπλων δυνάμεων και άλλων κρατικών θεσμών, οι οποίοι ήταν όλοι εμφανώς συντηρητικοί), ενός ιδιάζοντος εκλογικού συστήματος που επέτρεπε στη δεξιά να ελέγχει το μισό Κογκρέσο με περίπου το ένα τρίτο των ψήφων, και του μη δικαιώματις του προέδρου να επέμβη στην υψηλή διοίκηση των ενόπλων δυνάμεων. Οι κοινωνικοί επιστήμονες εκείνης της εποχής ονόμασαν αυτές τις πτυχές του συντάγματος «enclaves autoritarios» (αυταρχικοί θύλακες). Κάποιες αλλαγές επιτεύχθηκαν το 2005—όπως το τέλος των διορισμένων γερουσιαστών—για άλλη μια φορά ως προϊόν διαπραγματεύσεων μεταξύ του Concertación και της δεξιάς. Αλλά το αίτημα για ένα νέο δημοκρατικό σύνταγμα παραμερίστηκε για χάρη της πολιτικής σταθερότητας. Ο στόχος παρέμεινε ως μια επιδίωξη της αριστεράς (κυρίως του ΚΚ και άλλων μικρών ριζοσπαστικών ομάδων) που αποκλείστηκε από τους όρους της μετάβασης.
Η Αριστερά και η Συνταγματική Συνέλευση
Πώς έγινε τόσο σημαντικό το θέμα του συνταγματικού μετασχηματισμού; Πρώτον, έχει συμβολική αξία, δεδομένου ότι το σύνταγμα ήταν ένα θεμελιώδες έργο της δικτατορίας και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ημιτελή μετάβαση στη δημοκρατία. Αλλά το σύνταγμα παρουσιάζει επίσης σοβαρά προβλήματα για μια λειτουργική δημοκρατία, όπως «οργανικούς νόμους» που ρυθμίζουν κεντρικές πτυχές του κράτους και της οικονομίας και ένα Συνταγματικό Δικαστήριο που αποτελείται από συντηρητικούς δικαστές, το οποίο εμποδίζει πολλούς από τους μεταρρυθμιστικούς νόμους που εγκρίθηκαν στο Κογκρέσο.
Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι μόνο μπροστά στις μαζικές, ανατρεπτικές διαμαρτυρίες του 2019 η δεξιά κυβέρνηση αναγκάστηκε να παραχωρήσει την πολιτική τάξη που σχεδιάστηκε κάτω από τη δικτατορία. Ωστόσο, ο δρόμος που οδήγησε στη συγκρότηση της Συνταγματικής Συνέλευσης δεν ήταν εύκολος. Η καταστολή των διαδηλώσεων το 2019 περιλάμβανε δραματικές δηλώσεις «πολέμου» από τον Piñera, παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και την ανάπτυξη του στρατού στους δρόμους, θυμίζοντας τις πιο σκοτεινές στιγμές της στρατιωτικής δικτατορίας. Εν μέσω μιας εντεινόμενης κρίσης, το Εθνικό Κογκρέσο διαπραγματεύτηκε τη Συμφωνία για την Ειρήνη και το Νέο Σύνταγμα, που υπογράφηκε στις 15 Νοεμβρίου, λιγότερο από ένα μήνα μετά την έναρξη των διαδηλώσεων.
Μεγάλο μέρος της Αριστεράς στο Κογκρέσο—ειδικά το ΚΚ και τμήματα από το Ευρύ Μέτωπο—ήταν δύσπιστοι απέναντι στη συμφωνία και δεν υπέγραψαν. Ένα από τα πιο ευαίσθητα σημεία ήταν η απαίτηση για πλειοψηφία των δύο τρίτων των αντιπροσώπων της συνέλευσης για την έγκριση νέων άρθρων, η οποία απαίτηση, δεδομένης της εκλογικής ισορροπίας δυνάμεων εκείνη την εποχή, θα λειτουργούσε ως δικαίωμα αρνησικυρίας της δεξιάς. Παρά τους περιορισμούς αυτούς, άλλοι πίστευαν ότι η κατάσταση πρόσφερε μια άνευ προηγουμένου ευκαιρία να τεθεί τέλος στη νεοφιλελεύθερη δημοκρατία της μετάβασης. Έτσι το είδε ο Gabriel Boric, ένας νεαρός βουλευτής από το Ευρύ Μέτωπο και πρώην ηγέτης των φοιτητών, όταν, ενεργώντας ενάντια στο δικό του πολιτικό κόμμα, υπέγραψε το έγγραφο. Η κίνηση κατέληξε να έχει εκπληκτικές συνέπειες για τον Boric, καθώς σηματοδότησε την αρχή της προσπάθειάς του για εθνική πολιτική ηγεσία. Τη θέση του Boric συμμεριζόταν η πλειοψηφία των Χιλιανών. Σε δημοψήφισμα που πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 2020, σχεδόν το 80 τοις εκατό των ψήφων ήταν υπέρ του σχηματισμού μιας Συνταγματικής Συνέλευσης. Η Συμφωνία έθεσε σε κίνηση μια αλυσίδα γεγονότων που θα πραγματοποιήσουν ένα από τα πιο αγαπημένα όνειρα της αριστεράς: τον τερματισμό του συντάγματος του Pinochet.
Στις εκλογές για τους αντιπροσώπους για τη συνέλευση, που διεξήχθησαν τον Μάιο του 2021, η δεξιά περιορίστηκε στο να είναι μειοψηφία χωρίς το δικαίωμα αρνησικυρίας στο οποίο ήταν συνηθισμένη. Αντίθετα, οι δυνάμεις της ανεξάρτητης αριστεράς—πολλοί από τους οποίους τοπικοί ακτιβιστές εκτός Σαντιάγο, πρώην ηγέτες διαδηλώσεων, και προοδευτικοί ακαδημαϊκοί—μαζί με τα ιστορικά κόμματα της αριστεράς, εξέλεξαν ένα μεγάλο αριθμό αντιπροσώπων. Μαζί με τους αντιπροσώπους σε έδρες που προορίζονται για αυτόχθονες πληθυσμούς, ενδέχεται να σχηματίσουν πλειοψηφικό μπλοκ, αν και υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους. Το αποτέλεσμα είχε αντίκτυπο και στην προεδρική κούρσα επίσης. Η αριστερή συμμαχία που αποτελείται κυρίως από το Ευρύ Μέτωπο και το Κομμουνιστικό Κόμμα (το Σοσιαλιστικό Κόμμα αποφάσισε να παραμείνει με τους Χριστιανοδημοκράτες) κέρδισε έναν εντυπωσιακό αριθμό ψήφων στις προκριματικές εκλογές. Εν τω μεταξύ, η παραδοσιακή δεξιά αγωνίστηκε να πείσει τους ψηφοφόρους ότι είναι ανοιχτή σε περιορισμένες μεταρρυθμίσεις του ολιγαρχικού και αντιδραστικού νεοφιλελευθερισμού που υπερασπιζόταν ακόμα και πριν από λίγο καιρό. Ως ένδειξη του βάθους της πολιτικής κρίσης στη δεξιά, ένας ακροδεξιός υποψήφιος, ο José Antonio Kast —που υπερασπίζεται ανοιχτά τη στρατιωτική δικτατορία, επικρίνει την κυβέρνηση Piñera, και ταυτίζεται με τον Πρόεδρο της Βραζιλίας Jair Bolsonaro —τώρα ηγείται της συντηρητικής αντίδρασης ενάντια στις διαμαρτυρίες και το νέο σύνταγμα. Έκπληξη προκαλεί το ότι ο Kast έλαβε το υψηλότερο ποσοστό ψήφων στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών—27,9%—μπροστά από τον Boric που πήρε 25,8%. Όμως ο Boric κέρδισε τελικά το δεύτερο γύρο των εκλογών της 19ης Δεκεμβρίου με σχεδόν 56 τοις εκατό των ψήφων. Η εκλογή του Boric σηματοδότησε το τέλος της πολιτικής διακυβέρνησης της μετάβασης που κάποτε κυριαρχείτο από το Concertación και την παραδοσιακή δεξιά. Ωστόσο, η δύναμη της ακροδεξιάς είναι μια υπενθύμιση της ευθραυστότητας της πολιτικής κατάστασης της Χιλής και της τυχαιότητας των κερδών της αριστεράς. Πρέπει να γίνει πολλή δουλειά προκειμένου να οικοδομηθεί μια βιώσιμη εναλλακτική λύση έναντι μιας απονομιμοποιημένης νεοφιλελεύθερης δημοκρατίας.
Η συνταγματική διαδικασία είναι μια ιστορική ευκαιρία για τη Χιλιανή αριστερά για τουλάχιστον δύο λόγους. Πρώτον, αντιπροσωπεύει τη θεσμοθέτηση της σύγκρουσης που ξεκίνησε από την εξέγερση. Παρά τον ασύνδετο και έντονα αντικομματικό χαρακτήρα των διαδηλώσεων, η αριστερά μπόρεσε να συνδεθεί με τη νέα κοινή λογική που δημιούργησε ο κόσμος στους δρόμους και να τη διοχετεύσει σε μια δύναμη αλλαγής στη Συνταγματική Συνέλευση. Μεταξύ άλλων, η αριστερά είναι η πολιτική δύναμη που είναι καλύτερα προετοιμασμένη να αναλάβει τους φεμινιστικούς και περιβαλλοντικούς στόχους, όπως και στόχους που αφορούν τα δικαιώματα των αυτόχθονων πληθυσμών, οι οποίοι στόχοι έχουν τώρα την υποστήριξη της πλειοψηφίας αλλά έχουν αγνοηθεί σε μεγάλο βαθμό από τα κόμματα της μετάβασης. Με τον Boric να ξεκινά την προεδρική του θητεία τον Μάρτιο, αυτός και η αριστερά έχουν την ευκαιρία να εδραιώσουν, από μια θέση στην κυβέρνηση, τη νέα συνταγματική τάξη. Η νομιμότητά τους θα ενισχυθεί με ένα σύνταγμα που καθιερώνει ένα νέο ρόλο για το κράτος σε θέματα κοινωνικών δικαιωμάτων και ρύθμισης των μεγάλων επιχειρήσεων.
Είναι πολύ πιθανό η Συνταγματική Συνέλευση να αφαιρέσει τα πιο βασικά χαρακτηριστικά του συντάγματος του 1980, όπως τους εναπομείναντες enclaves autoritarios ή τη μάλλον άκαμπτη έννοια της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, η οποία επέτρεψε την εμπορευματοποίηση των δικαιωμάτων του νερού, μεταξύ άλλων πολιτικών. Άλλες κρίσιμες πτυχές περιλαμβάνουν τη συνταγματική αναγνώριση των αυτόχθονων πληθυσμών, νέους ορισμούς για την κοινωνία και την οικογένεια που θα επιτρέψουν νομοθετικές αλλαγές όπως η νομιμοποίηση των αμβλώσεων, και αποτελεσματικούς και συγκεκριμένους περιορισμούς στην εκμετάλλευση του φυσικού περιβάλλοντος από πολυεθνικές εταιρείες εξόρυξης, δασοκομίας και αλιείας. Αναμένεται επίσης να αποεμπορευματοποιήσει τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, υγείας και εκπαίδευσης. Όλα αυτά τα αιτήματα ευθυγραμμίζονται με την ιστορική ατζέντα της αριστεράς. Οι πολιτικές συγκρούσεις θα συμβούν σύντομα στο πλαίσιο της συνταγματικής μορφής μιας μετα-νεοφιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας.
Υπάρχουν όμως και πολιτικοί κίνδυνοι που πρέπει να ληφθούν υπόψη. Η διάρκεια και η διχαστικότητα της Συνταγματικής Συνέλευσης απειλεί ήδη να αποξενώσει ένα ευρύ φάσμα του λαού, κάτι που μπορεί να επηρεάσει τη νομιμότητα του κειμένου που προκύπτει από αυτήν. Η δεξιά και τα συντηρητικά μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι αποφασισμένα να δυσφημήσουν τη Συνταγματική Συνέλευση, χρησιμοποιώντας τυχόν λάθη ή καθυστερήσεις για να αποδείξουν την άποψή τους—και η υποστήριξη που έλαβε ο Kast στις προεδρικές εκλογές αποδεικνύει ότι έχουν επιτύχει προσβάσεις. Παράλληλα, στο προοδευτικό στρατόπεδο υπήρξαν σημαντικές διαφωνίες, ειδικά κατά τη διάρκεια της συζήτησης για τους κανόνες που θα καθοδηγήσουν τη διαδικασία. Η διατήρηση της απαρτίας των δύο τρίτων που είχε καθοριστεί στην αρχική έγκριση της Συνέλευσης προκάλεσε δριμείες συζητήσεις μεταξύ της αριστεράς. Σε μελλοντικές διαφωνίες, η αριστερά θα πρέπει να ισορροπήσει τηρώντας τις ιστορικές της δεσμεύσεις και να μην θέσει σε κίνδυνο τη συνολική επιτυχία των διαβουλεύσεων.
Πέρα από τα κόμματα, υπάρχει επίσης ο κίνδυνος ορισμένες πλευρές της προοδευτικής πλατφόρμας να καταλήξουν να εμπνέουν περισσότερο διχασμό παρά ενότητα. Η πολιτική θεωρητικός Nancy Fraser έχει γράψει για τη διαφορά μεταξύ μιας «πολιτικής της αναγνώρισης» και μιας «πολιτικής της αναδιανομής». Η πρώτη, η οποία υποστηρίζεται ευρέως από τις νεότερες γενιές, εκτιμά την ποικιλότητα και τη διαφορετικότητα. Αυτές οι φιλοδοξίες προέρχονται από τα αριστερά, φυσικά, αλλά δεν πρέπει να είναι οι μόνοι στόχοι. Χωρίς μια συνοδευτική πολιτική αναδιανομής—που στοχεύει στη βελτίωση των κοινωνικών και υλικών συνθηκών και στη μείωση της δύναμης των μεγάλων επιχειρήσεων—η πολιτική της αναγνώρισης μπορεί να αποδειχθεί αποξενωτική για ορισμένους ψηφοφόρους. Για το σκοπό αυτό, το αριστερό μπλοκ στη Συνέλευση θα πρέπει να δώσει έμφαση στις αλλαγές στο σύνταγμα για να θεσπιστεί το δικαίωμα στο συνδικαλισμό, το δικαίωμα στην απεργία, και άλλες νομοθεσίες που θα επηρεάσουν άμεσα τις ζωές εκατομμυρίων εργαζομένων.
Η διαδικασία της αλλαγής στη Χιλή συνδέεται με μια ευρύτερη πολιτική μετατόπιση σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική, η οποία έχει εκφραστεί με διαφορετικούς τρόπους σε κάθε χώρα—από την εξέγερση της Κολομβίας έως την εκλογή του Pedro Castillo στο Περού και της Xiomara Castro στην Ονδούρα. Υπάρχουν ενδείξεις παγκόσμιας αναδιάρθρωσης στον απόηχο της πανδημίας COVID-19, που χαρακτηρίζονται από την επιθυμία για μεγαλύτερο έλεγχο των ροών κεφαλαίων και τη συνειδητοποίηση της ανάγκης να μειωθεί η ακραία συγκέντρωση πλούτου και να ληφθεί πιο σοβαρά υπόψη η κλιματική αλλαγή. Εάν ο κόσμος εισέλθει όντως σε μια μετα-νεοφιλελεύθερη φάση—σε καμία περίπτωση δεν είναι βεβαιότητα—η Χιλή μπορεί να χρησιμεύσει ως ένας οδηγός και ένα εργαστήριο, όπως ήταν στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του '70 όταν έγινε η πρωτοπόρος στη ριζοσπαστική νεοφιλελεύθερη οικονομική μεταρρύθμιση. Σήμερα η χιλιανή αριστερά έχει την ευκαιρία να βοηθήσει στην οικοδόμηση μιας νέας τάξης πραγμάτων που μπορεί να διαμορφώσει τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές δομές της χώρας για τα επόμενα χρόνια, και μπορεί επίσης να έχει σημαντική περιφερειακή και παγκόσμια απήχηση. Η αντικατάσταση του συντάγματος δεν είναι το ίδιο πράγμα με μια επανάσταση ή μια άμεση αλλαγή στις σχέσεις εξουσίας. Αντιπροσωπεύει όμως την οριστική υπέρβαση της μακρόχρονης στρατιωτικής δικτατορίας και της νεοφιλελεύθερης κληρονομιάς της, και μια ριζική βελτίωση στην ευκαιρία ανάπτυξης μιας ισχυρής προοδευτικής ατζέντας. Είναι η στιγμή να προχωρήσουμε προς τον ορίζοντα που ένα μεγάλο μέρος της χιλιανής αριστεράς πάντα αναζητούσε: τον δημοκρατικό σοσιαλισμό.
*Μετάφραση από τη Σοσιαλιστική Έκφραση (από τη μετάφραση στα Αγγλικά του Patrick Iber, https://www.dissentmagazine.org/online_articles/the-end-of-neoliberalism-in-chile)