ΑΙΓΑΙΟ: Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ, Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΠΑΛΗ
(Με ευκαιρία κείμενο του του Γιάννη Γκιόκα, μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ)
Στο Αιγαίο τα πράγματα εξελίσσονται πολύ επικίνδυνα και οι εθνικές εντάσεις αυξάνονται. Αυτό θα είναι το μοτίβο σε κάθε περιοχή του πλανήτη όπου υπήρχαν κρατικές διαφορές τις οποίες η παγκόσμια οικονομική κρίση θα οξύνει ολοένα και περισσότερο.
Αν η παγκόσμια αριστερά και τα κινήματα δεν μπορέσουν να δώσουν διέξοδο, τη «διέξοδο» θα δώσει ο φασισμός και ο πόλεμος, προκαλώντας ανυπολόγιστες καταστροφές.
Αυτός θα είναι ο κανόνας και σε αυτή τη γειτονιά του πλανήτη όπου ένας πόλεμος θα ήταν καταστροφή. Θα ήταν χίμαιρα να ανάμενε κάποιος ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να επιβάλει τα «δίκαια» της, ότι το Αιγαίο θα γινόταν πιο ασφαλές και τα προγράμματα εξορύξεων θα εφαρμόζονταν απρόσκοπτα. Ταυτόχρονα, το κλίμα που θα δημιουργείτο θα ήταν το πιο κατάλληλο για επέλαση του φασισμού και των ιδεών του.
Η Νέα Δημοκρατία φαίνεται να αντιλαμβάνεται τους κινδύνους και την κρισιμότητα της κατάστασης. Και προσπαθεί να βρει διαδρόμους ειρηνικής επίλυσης των διαφορών. Μόνο που μετά την εθνικιστική εξαλλοσύνη που ακολούθησε στο Μακεδονικό αλλά και σε άλλες περιπτώσεις ως αντιπολίτευση, δεν μπορεί να πείσει για το διαφορετικό προσωπείο υπέρ διαλόγου που τώρα παρουσιάζει. Γίνεται ακόμα μια φορά φανερό ότι πίσω από την πολιτική της δεν υπάρχουν ούτε ηθικές αξίες ούτε καν συνέπεια. Οι πατριωτικές κορώνες ενάντια σε «προαιώνιους εχθρούς» είναι απόλυτα χρήσιμες για να συσπειρώσει και να κερδίσει εκλογές, για να γίνεται ανεκτή σε ένα πληθυσμό από τον οποίο το σύστημά της, ο καπιταλισμός, στερεί ολοένα και περισσότερο το δικαίωμα στη ζωή μέσα από τα μνημόνια και τα μέτρα λιτότητας. Όταν όμως τα πράγματα στριμώξουν, όπως τώρα στην περίπτωση του Αιγαίου, «επικρατούν» η «σύνεση» και η πολιτική των «ειρηνικών» διευθετήσεων.
Η Νέα Δημοκρατία και όλες οι δυνάμεις δεξιά από αυτή μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο με ένα αντιεθνικιστικό μέτωπο που πρέπει το ΚΚΕ να επιδιώξει με τον πιο ενεργό τρόπο, το οποίο να συνδέει όλα τα ταξικά ζητήματα της καθημερινής ζωής με αυτά τα Αιγαίου και να παρέχει μια ταξική διέξοδο στην οικονομική κρίση αλλά και αυτήν του Αιγαίου. Μόνο έτσι μπορεί να δοθεί εναλλακτική στις πλατιές μάζες για να απεγκλωβιστούν από εθνικιστικές πολιτικές στις οποίες και η ηγεσία του Σύριζα διολισθαίνει, μόνο έτσι μπορεί να εμποδιστεί η προοπτική του πολέμου.
Η στάση που το ΚΚΕ και ο Ριζοσπάστης κρατούν στα ελληνουρκικά, δεν βοηθά προς αυτή την κατεύθυνση.
Συνοπτική παρουσίαση αυτής της θέσης γίνεται μέσα και από κείμενο του Γιάννη Γκιόκα, μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ, που δημοσίευσε ο Ριζοσπάστης στις 08-08-2020, με τίτλο, «Για έναν “ειρηνικό” και “δημοκρατικό” καπιταλισμό…»
Το πιο πάνω κείμενο απαντά στις αδιέξοδες, όπως ισχυρίζεται, θέσεις που το ΝΑΡ (Νέο Αριστερό Ρεύμα) εκφράζει πάνω «στο ζήτημα του “πολέμου”, τόσο με την απόφαση της Πολιτικής Επιτροπής, όσο και με τη σχετική ανακοίνωση που δημοσίευσε λίγες μέρες πριν με τίτλο ‘Αγώνας για την ειρήνη και τα δικαιώματα των λαών, όχι για τις ΑΟΖ κεφαλαίου και πολυεθνικών’».
Ο Γ. Γκ ξεκινά την κριτική του για τις θέσεις του ΝΑΡ, με το πιο κάτω:
«Αναπαράγουν το ψευδεπίγραφο δίλημμα «συνεκμετάλλευση ή πόλεμος», αποθεώνοντας και εξιδανικεύοντας την ιμπεριαλιστική ειρήνη και τη συμφωνία ανάμεσα σε ανταγωνιστές, ως το γιατρικό που θα εξαλείψει τους ανταγωνισμούς και θα αποτρέψει διά παντός τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Όμως, έχει αποδειχθεί ότι η ιμπεριαλιστική ειρήνη και η διπλωματία δεν αποτρέπουν, αλλά προετοιμάζουν τον πόλεμο και το αντίστροφο».
Το κείμενο του ΝΑΡ στέκεται σταθερά υπέρ της ειρήνης και του καθήκοντος της Αριστεράς να παλέψει για αυτήν. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι χωρούν και άλλα επιχειρήματα για να γίνει το κείμενο πιο πειστικό, πιο ταξικό, αλλά μας προβληματίζει η έννοια της ιμπεριαλιστικής ειρήνης που ο Γ. Γκ χρησιμοποιεί και που θεωρεί ότι αποθεώνεται και εξιδανικεύεται.
Αν ο Γ. Γκ εννοεί ότι, ακόμα και εκεί που υπάρχει ειρήνη στον ιμπεριαλιστικό κόσμο, είναι με όρους ιμπεριαλισμού, είναι σωστός. Όπως σωστός είναι όταν λέει ότι καμιά συμφωνία ανάμεσα στους ανταγωνιστές δεν μπορεί να αποτρέψει δια παντός τον πόλεμο. Το ζήτημα για την Αριστερά είναι πώς αντιμετωπίζει την «ιμπεριαλιστική ειρήνη» και όσα κακά αυτή επιβάλλει και πως ο πόλεμος μπορεί να αποτραπεί. Δεν μπορούμε να σκεφτούμε άλλο τρόπο από τους ταξικούς αγώνες που θα ενώνουν τα κινήματα και τους λαούς, τους οποίους οι εθνικοί πόλεμοι φέρνουν σε αιματηρή αντιπαράθεση και αποκλείουν οποιαδήποτε κοινή δράση.
«Δεν χάνουν ευκαιρία», αστοί πολιτικοί και δημοσιολόγοι «να ζυμώνουν τη λογική της “συνδιαχείρισης” στο Αιγαίο, από τις αστικές τάξεις Ελλάδας – Τουρκίας, προφανώς υπό ευρωΝΑΤΟική εποπτεία»... «Να αποδέχεσαι μια τέτοια λογική», είναι σαν να αποδέχεσαι τη γραμμή “πασιφισμού”, που ρίχνει νερό στο μύλο των επιδιώξεων της αστικής τάξης και των ιμπεριαλιστών και κυρίως ‘αφοπλίζει’ τον λαό, σε συνθήκες που μπορεί να μπει στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της πάλης για την ανατροπή της εξουσίας των καπιταλιστών».(Γ.Γκ)
Εδώ όμως ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την έννοια του πασιφισμού λανθασμένα, κάτι που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο τρόπος αντιμετώπισης συμφωνιών μεταξύ των ιμπεριαλιστών, που θεωρούνται επιζήμιες για το λαό, είναι οι εθνικοί πόλεμοι.
Όταν ο Λένιν κατηγορούσε κάποιον ως πασιφιστή, δεν εννοούσε κάποιον που επεδίωκε την ειρήνη, αλλά κάποιον που θεωρούσε ότι ήταν αρκετό να καλεί τους αστούς να κάνουν ειρήνη, κάποιον που θεωρούσε ότι οι αστοί μπορούν να κάνουν μια έντιμη, διαρκή ειρήνη.
Διαχώριζε ο Λένιν τον εαυτό του από τους πασιφιστές όχι ως προς την επιδίωξη της ειρήνης αλλά ως προς το πώς αυτή διασφαλίζεται. Και στα σίγουρα δεν καλούσε σε πόλεμο μεταξύ εθνών ενάντια στην ιμπεριαλιστική ειρήνη.
Στο κείμενο του ΝΑΡ μπαίνει και η θέση ότι η ένταση στο Αιγαίο έχει βαθιά αίτια:
«Δεν πρόκειται βεβαίως για το “Καστελόριζο”, για την “εδαφική ακεραιότητα” και την υπεράσπιση των συνόρων, αλλά για προβολή ισχύος και κυριαρχίας σε διεθνή ύδατα 110 μίλια νοτίως του Καστελόριζου κι ακόμα περισσότερο ανατολικά της Κρήτης, σε περιοχές που το ελληνικό και το τουρκικό κράτος αντιπαρατίθενται για τη χάραξη ΑΟΖ».
Βεβαίως και δεν πρόκειται απλά για το Καστελόριζο, για την εδαφική ακεραιότητα και την υπεράσπιση των συνόρων μας. Πρόκειται για καπιταλιστικούς ανταγωνισμούς στους οποίους τα κίνητρα του ελληνικού κεφαλαίου και των πολιτικών του εκπροσώπων είναι τα ίδια με αυτά των Τούρκων ομολόγων τους. Πρόκειται για καπιταλιστικούς ανταγωνισμούς που η κρίση θα εντείνει. Πρόκειται για την εικόνα ότι είναι κυρίαρχοι στο χώρο τους, εικόνα που είναι απαραίτητη για να μπορεί να λειτουργήσει ο καπιταλισμός, τόσο στο εσωτερικό όσο και στην ευρύτερη περιοχή. Πρόκειται για όλους τους ανταγωνιστικούς, σύμφυτους του καπιταλισμού όρους λειτουργίας του, που όσο η κρίση εντείνεται τόσο θα κτίζουν προς την κατεύθυνση του πολέμου.
Αυτή είναι η κατάσταση και είναι την προοπτική του πολέμου στον οποίο ο καπιταλισμός οδηγεί, που η αριστερά πρέπει να αποτρέψει. Και να αντιπαλέψει όλη την ιδεολογία, τη θεωρία που ο καπιταλισμός φτιάχνει για να μπορεί να εξασφαλίζει τη στήριξη των μαζών. Είναι μέσω του εθνικισμού και της έννοιας της εθνικής ενότητας, που οι αστικές τάξεις ελέγχουν ταυτόχρονα τα κινήματα υποδεικνύοντας εξωτερικούς εχθρούς, για να μπορούν να περνούν μνημόνια και να συντρίβουν τους δικούς τους λαούς. Τόσο πολύ χρησιμοποιούν τον εθνικισμό για αυτούς τους σκοπούς, τόσο πολύ τον έχουν ανάγκη, που σε μερικές περιπτώσεις έρχεται ενάντια και στα άμεσά τους συμφέροντα, όπως τώρα στην περίπτωση του Αιγαίου, που όλα δείχνουν ότι ούτε η εξορύξεις, ούτε η East Med είναι βιώσιμες. Και έχουν να αντιμετωπίσουν τις θύελλες του εθνικισμού που έσπειραν, και έχουν να αντιμετωπίσουν το φάσμα του πολέμου για ζήτημα που δεν έχει μάλλον καμιά υλική σημασία.
Λέει πιο κάτω ο Γ.Γκ:
«Αλήθεια, είναι αντικαπιταλιστική γραμμή να αγνοείς την αμφισβήτηση συνόρων και κυριαρχικών δικαιωμάτων που υπηρετείται και με τη διεκδίκηση για μειωμένη – έως εξαφανισμένη – επήρεια νησιών στον καθορισμό θαλασσίων ζωνών; Δεν είναι υπόκλιση στην κυρίαρχη κοσμοπολίτικη γραμμή της αστικής τάξης και των συμμάχων της, που προωθούν τη συνδιαχείριση;»
Ξεκινώντας από το τέλος, από την «υπόκλιση στην κυρίαρχη κοσμοπολίτικη γραμμή της αστικής τάξης και των συμμάχων της», αυτό που λέει ο Γ.Γκ είναι ότι η αστική τάξη της Ελλάδας οδεύει προς συνδιαχείρηση, ότι ξεπουλά στην αστική τάξη της Τουρκίας. Ότι η αστική τάξη της Ελλάδας δεν ενδιαφέρεται για τα κυριαρχικά της δικαιώματα και ότι, αφού αυτή δεν το κάνει, θα πρέπει να το κάνει η εργατική τάξη:
«Η εργατική τάξη δεν πρέπει να ενδιαφέρεται για τα κυριαρχικά δικαιώματα, τα σύνορα της χώρας, από τη σκοπιά μάλιστα του μέλλοντος, της πάλης για την εργατική εξουσία; Και τι θα πρέπει τελικά να κάνει ο ελληνικός λαός απέναντι στους ανταγωνισμούς των αστικών τάξεων και των ιμπεριαλιστικών συνασπισμών που παζαρεύουν για τη μοιρασιά του δικού του πλούτου;»
Ότι ο πλούτος για τον οποίο υπάρχει αντιπαράθεση στο Αιγαίο είναι πλούτος που ανήκει στον ελληνικό λαό, είναι άποψη που μπορεί να εκφράσει ένας αστός πολιτικός στα μπαλκόνια της προεκλογικής του εκστρατείας. Όχι ένα αριστερό κόμμα. Μέσα στις σημερινές συνθήκες, ο πλούτος του Αιγαίου θα περάσει στο μεγαλύτερο μέρος του στις πολυεθνικές εξορύξεων και όσος περισσεύει στις ντόπιες αστικές τάξεις. Οποιαδήποτε άλλη τοποθέτηση δεν μπορεί να θεωρείται ότι είναι μέσα στα πλαίσια μιας ταξικής τοποθέτησης.
Το μόνο που μπορεί να κάνει ο ελληνικός λαός αν είναι να αντιμετωπίσει τους «ανταγωνισμούς των αστικών τάξεων και των ιμπεριαλιστικών συνασπισμών», είναι να κτίσει τα μέτωπα των λαών, με πιο άμεσο το μέτωπο με τον Τούρκικο.
Ο πλούτος του Αιγαίου μπορεί να γίνει του ελληνικού λαού, μόνο μέσα από την προοπτική του σοσιαλισμού που έχει ως απαραίτητο όρο επιτυχίας τη συμμαχία με τον τούρκικο λαό, ή τουλάχιστον την κατανόηση από μέρους του αυτού που κάνει ο ελληνικός λαός για να σταθεί εμπόδιο σε πιθανή στρατιωτική επίθεση της Τουρκίας σε μια σοσιαλιστική Ελλάδα.
Στο ζήτημα των σχέσεων τώρα των αστικών τάξεων και των ιμπεριαλιστικών συνασπισμών, ο Γ.Γκ πότε αφήνει να φανεί ότι η ελληνική αστική τάξη είναι μέρος των ανταγωνισμών αυτών των μπλοκ και πότε ότι απλά υποκλίνεται, είναι θύμα.
Η ελληνική αστική τάξη αποτελεί κομμάτι των ανταγωνισμών των ιμπεριαλιστικών μπλοκ. Δεν μπορεί να υπάρχει άλλη τοποθέτηση από ένα αριστερό κόμμα. Ότι είναι απλά θύμα, ή ότι συμμετέχει σε αυτούς για να ξεπουλήσει τον πλούτο της χώρας, λίγη σχέση έχουν με τον μαρξισμό.
Το πόσο υποχωρητική είναι η ελληνική αστική τάξη, πόσο μακριά είναι από τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, το δείχνει η στερούμενη κάθε ηθικής προσπάθεια της να κτίσει τις πιο ανίερες συμμαχίες, το δείχνει η συνεργασία της με το κράτος του Ισραήλ, η υποδοχή και προβολή του Χαφτάρ στην Ελλάδα ως συμμάχου. Μέχρι και με τον Βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας συναντήθηκε ο υπουργός εξωτερικών της Ελλάδας, Δένδιας, στα πλαίσια αυτής της προσπάθειας.
Το δείχνει η συμμαχία με τη Γαλλία που είναι υπεύθυνη για γενοκτονία στον Αραβικό κόσμο, η συμφωνία βάση «Αρχών» που δεν παρέλειψαν να επικυρώσουν με αγορά από την Ελλάδα γαλλικού πολεμικού υλικού.
Αυτές οι πολιτικές της ελληνικής δεξιάς δεν αμφισβητούν την νομιμότητα της πολιτικής Ερτογάν, της συμμαχίας του με την κυβέρνηση της Λιβύης, αλλά την στηρίζουν, ειδικά στα μάτια του τουρκικού λαού.
Το ίδιο προβληματικό με τα πιο πάνω είναι το γεγονός ότι ο Γ.Γκ, όπως και το ΚΚΕ και ο Ριζοσπάστης, θεωρούν ότι στο Αιγαίο τίποτε δεν είναι αμφισβητούμενο.
«Ολως τυχαίως η “αντικαπιταλιστική” ρητορεία του ΝΑΡ ταυτίζεται με τις δηλώσεις αξιωματούχων των ΗΠΑ, της ΕΕ, του ΝΑΤΟ, αλλά και Ελλήνων αστών αναλυτών που δεν αναγνωρίζουν κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας σε μια σειρά θαλάσσιες περιοχές, αλλά μιλούν για “αμφισβητούμενα ύδατα”».
Ναι, υπάρχουν αμφισβητούμενα ύδατα και γκρίζες ζώνες. Και θα είναι αμφισβητούμενα και γκρίζες ζώνες όσο δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ των κρατών που τα αφορούν, ή απόφαση από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Δεν μιλούν μόνο οι ιμπεριαλιστές για αμφισβητούμενα ύδατα. Μιλούν και πολλοί άλλοι. Στην πραγματικότητα, όλοι μιλούν για αμφισβητούμενα ύδατα εκτός από τους Έλληνες και τους Ελληνοκύπριους εθνικιστές και τους Έλληνες και τους Ελληνοκύπριους που φοβούνται να τους αντιμετωπίσουν.
«Ο προσδιορισμός υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ προϋποθέτει συμφωνία μεταξύ των χωρών, των οποίων οι διεκδικήσεις σε θαλάσσιες ζώνες επικαλύπτονται σε κάποια περιοχή διεθνών υδάτων. Δεν νοείται μονομερής προσδιορισμός υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. Όπου δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ των χωρών ή σχετική απόφαση διεθνούς δικαστικού ή δικαιοδοτικού οργάνου, δεν υπάρχει ΑΟΖ. Παραμένουν διεθνή ύδατα, με το καθεστώς που έχουν μέχρι εκείνη τη στιγμή. Είναι μύθος ότι πρώτα ανακηρύσσεται μονομερώς η ΑΟΖ και κατόπιν οριοθετείτε διμερώς».
Το πιο πάνω απόσπασμα είναι από την Χαραυγή, την εφημερίδα του ΑΚΕΛ στην Κύπρο, της Κυριακής 9 Αυγούστου 2020 (Μαθήματα από τη συμφωνία με την Αίγυπτο του Θόδωρου Τσίκα). Υπάρχουν επανειλημμένες αναφορές από ένα σωρό πηγές σε αυτά τα ζητήματα.
«Εδώ και πολλά χρόνια η Ελλάδα δεν είχε κατορθώσει να συνάψει συμφωνίες με καμία από τις χώρες, με τις οποίες γειτονεύει θαλασσίως. Διότι επέμενε σε πλήρη επήρεια όλων ανεξαιρέτως των νησιών της, μικρών και μεγάλων, σε υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Ενώ υπάρχουν συμφωνίες μεταξύ κρατών αλλά και διεθνείς δικαστικές αποφάσεις, που περιορίζουν την «επήρεια» νησιών σε υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Έχουμε και ορισμένες, που δεν δίνουν καθόλου «επήρεια» σε πολύ μικρά νησιά». Διότι σύμφωνα με το Δίκαιο της Θάλασσας, το μήκος των ακτών παίζει μεγάλο ρόλο στη χάραξη της γραμμής. Ειδικά αν τα νησιά είναι κοντά σε μεγάλες ηπειρωτικές ακτές, όπως της Τουρκίας, ή της Αφρικής (Αίγυπτος, Λιβύη), δεν μπορούν να ακυρώσουν τα δικαιώματά της απέναντι μεγάλης ακτής».
«Δεν μπορεί (το Καστελόριζο) να έχει ΑΟΖ 4.000 φορές μεγαλύτερη από την έκτασή του και να «εμποδίσει» την έξοδο της Τουρκίας στα διεθνή ύδατα…» (στο ίδιο)
Αμφισβητούνται όλα τα πιο πάνω από τον Γ.Γκ. Και πού καταλήγει; Ότι η Ελλάδα τώρα και, συνεπώς, το κάθε κράτος, θα πρέπει να αποφασίζει μόνο του ποια είναι κυριαρχικά του δικαιώματα;
Αν ο Γ.Γκ αμφισβητεί την οποιαδήποτε εγκυρότητα τέτοιων συμβάσεων, τότε θα έπρεπε, τουλάχιστον, να προτείνει ένα νέο κώδικα που να είναι πιο δίκαιος. Και να μπορεί να πείσει φυσικά άλλους λαούς και κινήματα ότι είναι πιο δίκαιος. Και να επιδιώξει την εφαρμογή του μέσα από κοινή πάλη των κινημάτων, της διεθνούς αριστεράς.
Μονομερής ανακήρυξη, μας παίρνει πολύ πίσω, πιο πίσω ακόμα και από αυτό που αναγνωρίζει ο ιμπεριαλιστικός κόσμος.
Θεωρώντας ο Γ.Γκ ότι δεν υπάρχει τίποτε υπό αμφισβήτηση, καταλήγει στο ότι η παραδοχή από μέρους αριστερών οργανώσεων ύπαρξης αμφισβητούμενων υδάτων είναι υποχώρηση στις επιδιώξεις της αστικής τάξης.
«Αν αυτό δεν είναι καραμπινάτη επαναφορά «από την πίσω πόρτα» της κυρίαρχης γραμμής της αστικής τάξης για «συνεκμετάλλευση», στο πλαίσιο μιας ιμπεριαλιστικής συμφωνίας, αν δεν είναι παραδοχή ότι οι «πολυεθνικές της Ενέργειας» θα εκμεταλλεύονται εσαεί τον φυσικό πλούτο κι αν δεν είναι κάλεσμα προς τον λαό να μείνει άπραγος στη ληστρική αρπαγή αυτού του πλούτου, που του ανήκει, χωρίς να παλέψει για τη δική του εξουσία, τότε αναρωτιόμαστε τι άλλο είναι;» (Γ.Γκ)
Επαναδιατυπώνονται δηλαδή τα ίδια από τον Γ.Γκ. Η Ελληνική αστική τάξη παραδίνει σε άλλους πλούτο που δεν της ανήκει αφού ανήκει στην εργατική τάξη. Ούτε αυτό είναι μια μαρξιστική τοποθέτηση.
Ακόμα όμως και αν ο πλούτος του Αιγαίου ήταν καθαρά ελληνικός, χωρίς καμιά αμφισβήτηση, τότε πρέπει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο το ΚΚΕ να δηλώσει ότι σε περίπτωση σοσιαλιστικής Ελλάδας και Τουρκίας, ο κοινός στόχος θα πρέπει να είναι η αναβάθμιση των πιο καθυστερημένων περιοχών. Και αν αυτές ανήκουν σε μεγαλύτερα ποσοστά στην Τουρκία, σε αυτές πρέπει να διοχετευτεί μεγάλο μέρος του ελληνικού πλούτου μέσα από ελληνικές επενδύσεις.
Προβληματική είναι επίσης και η δεύτερη αναφορά Γ.Γκ στον Λένιν:
«Ο Λένιν χαρακτήριζε παιδική ανοησία και προδοσία του σοσιαλισμού τις διακηρύξεις περί αποτροπής του πολέμου, περί πολεμικής απεργίας και άλλα τέτοια, γιατί ουσιαστικά δυναμιτίζουν την ουσιαστική σταθερή και υπομονετική δουλειά που πρέπει να κάνει το ΚΚ για την πάλη ενάντια στον πόλεμο και κυρίως τη δουλειά για να μπορέσει να συνδέσει αυτή την πάλη με την πάλη για την εξουσία.»
Ναι, ο Λένιν χαρακτήριζε παιδική ανοησία και προδοσία του σοσιαλισμού τις διακηρύξεις περί αποτροπής του πολέμου, περί πολεμικής απεργίας γιατί δυναμιτίζουν την σταθερή και υπομονετική δουλειά ενάντια στον πόλεμο. Πώς όμως αυτή η Λενινιστική τοποθέτηση συνάδει με όλη την προηγούμενη επιχειρηματολογία του Γ.Γκ που, έστω και αν δεν το θέλει, οδηγεί στη θέση για πόλεμο;
Αξίζει να δούμε έστω συνοπτικά τη στάση του Λένιν πάνω στο ζήτημα του πολέμου.
«Η μάχη για τις αγορές και τη λεηλασία ξένης γης, η προθυμία να αποκεφαλιστεί το επαναστατικό κίνημα του προλεταριάτου και να συντριβεί η δημοκρατία σε κάθε χώρα, η ανάγκη να εξαπατηθεί, να διαχωριστεί και να συντριβεί το προλεταριάτο όλων των χωρών, να στραφούν οι μισθωτοί σκλάβοι του ενός έθνους απέναντι στους μισθωτούς σκλάβους του άλλου έθνους για τα κέρδη της αστικής τάξης – αυτό είναι το μόνο πραγματικό περιεχόμενο και νόημα του πολέμου».
Αυτό είναι το μόνο πραγματικό νόημα του πολέμου, οι μισθωτοί σκλάβοι του ενός έθνους απέναντι στους μισθωτούς σκλάβους του άλλου έθνους για τα κέρδη της αστικής τάξης.
Και όμως ο Γ.Γκ, βάζει, τον στόχο του σοσιαλισμού μαζί με τον στόχο της υπεράσπισης του «ελληνικού πλούτου» στη Μεσόγειο που οδηγεί, όσο και αν δεν το θέλει, στην λογική του πολέμου - οι πιο ασυμβίβαστοι στόχοι:
«Το “πολεμάμε για τα συμφέροντα του λαού”, σε συνθήκες μάλιστα ιμπεριαλιστικού πολέμου, είναι μια «κούφια φράση», αν δεν συνδέεται με αυτούς τους πολιτικούς και οργανωτικούς όρους που εξασφαλίζουν την αυτοτελή οργάνωση της εργατικής – λαϊκής πάλης για να συνδεθεί αυτός ο αγώνας με την ανατροπή της αστικής εξουσίας, σε κάθε χώρα, ως όρος για να απαλλαγούν οι λαοί από τους πολέμους και τα δεσμά της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.» (Γ.Γκ)
Συμφωνούμε απόλυτα με αυτό. Για τα συμφέροντα του λαού κάνουμε οτιδήποτε είναι δυνατόν για να αποτραπεί ο πόλεμος - αναφερθήκαμε επανειλημμένα σε αυτό. Και χαράσσουμε από τώρα πολιτικές και οργανώνουμε συμμαχίες, όπως σωστά λέει εδώ ο Γ.Γκ με τα κινήματα των χωρών «που εξασφαλίζουν την αυτοτελή οργάνωση της εργατικής – λαϊκής πάλης για να συνδεθεί αυτός ο αγώνας με την ανατροπή της αστικής εξουσίας, σε κάθε χώρα…». Αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό. Ήταν έμφασή μας σε αυτό το κείμενο. Και είναι αυτό που θα πρέπει να κάνει η ηγεσία του ΚΚΕ με τον πιο δραστήριο τρόπο και είναι αυτό στο οποίο δεν οδηγεί η προηγούμενη ανάλυση του Γ.Γκ.
Μια εξαιρετική ανακοίνωση που αποτελεί μια σύνοψη των καθηκόντων των κουμουνιστών μπροστά στην κρίση του Αιγαίου και την προοπτική του πολέμου, είναι η «πρόσφατη πολύ σημαντική κοινή ανακοίνωση των Κομμουνιστικών Κομμάτων Ελλάδας και Τουρκίας», στην οποία αναφέρεται ο Γ.Γκ στο τέλος του κειμένου του. Μια κοινή ανακοίνωση που αναφέρει ακριβώς τα αντίθετα από όσα αναφέρει στο κείμενο του ο Γ.Γκ και ο Ριζοσπάστης στην καθημερινή του αρθρογραφία.
«Τα Κομμουνιστικά Κόμματα Ελλάδας και Τουρκίας με την κοινή μας τοποθέτηση επιδιώκουμε να παρέμβουμε στις επικίνδυνες και ανησυχητικές εξελίξεις που διαμορφώνονται στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις… που θέλουν να σύρουν τους δύο λαούς σε αιματηρές περιπέτειες για τα δικά τους συμφέροντα».
«Στον “φαύλο κύκλο” των ανταγωνισμών για τα συμφέροντα των μονοπωλίων συμμετέχουν διάφορα καπιταλιστικά κράτη και μεταξύ αυτών η Τουρκία και η Ελλάδα…»
«Οι λαοί της Τουρκίας και της Ελλάδας δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν μεταξύ τους. Έχουν συμφέρον να διεκδικήσουν να ζούνε ειρηνικά…»
«Εναντιωνόμαστε σε κάθε περίπτωση θερμού επεισοδίου και πολεμικής εμπλοκής…»
(Κοινή ανακοίνωση ΚΚ Ελλάδας – ΚΚ Τουρκίας για τις ελληνοτουρκικές εξελίξεις, που δημοσιεύτηκε στον ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΟ, στις 20/01/2020)
Σωτήρης Βλάχος
13 Σεπτεμβρίου 2020