Για το φασισμό
Η αριστερά καλείται να αναλάβει το καθήκον της αντιμετώπισης του φασισμού
Το ξέσπασμα μιας οικονομικής κρίσης, σαν κι αυτής που περνά η ανθρωπότητα σήμερα, φέρνει μαζί της και το ξεκίνημα μιας διαδικασίας συνεχούς διαταραχής των ήρεμων ρυθμών λειτουργίας των κοινωνιών, κύρια στις ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες καπιταλιστικές χώρες. Ο παγκόσμιος χαραχτήρας της δηλώνει ότι είναι ζήτημα χρόνου να επηρεαστεί ακόμα και η πιο ισχυρή οικονομία. Όταν η κρίση στην Ευρώπη ενταθεί ακόμα περισσότερο -όταν δηλαδή μπουν στον χορό Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία, Γαλλία, για παράδειγμα- τα πράγματα θα είναι εντελώς διαφορετικά από την σημερινή κατάσταση: η Γερμανία με την πιο ισχυρή οικονομία στην Ευρώπη θα αισθανθεί συθέμελα τους κραδασμούς, και τα παλιρροϊακά κύματα θα φτάσουν πίσω στην Αμερική απ’ όπου η κρίση ξεκίνησε και έβαλε τις ταξικές δυνάμεις σε διαδικασία αναμέτρησης.
Οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου και οργανωτές της άναρχης ελεύθερης οικονομίας της αγοράς -μαζί με δυνάμεις της αριστεράς, κύρια τους σοσιαλδημοκράτες ηγέτες- διεξάγουν επίμονο αγώνα διάσωσης του γερασμένου καπιταλισμού. Καμιά κουβέντα δεν βγαίνει από το στόμα τους που να κάνει έστω νύξη για πιθανότητα η κρίση να οφείλεται στη δομή και τη λογική του συστήματος της οικονομίας της αγοράς που γεννά, αναπαράγει και πολλαπλασιάζει την οικονομική και κατά συνέπεια την πολιτική διαφθορά.
Οι πολιτικές και τα μνημόνια που επιβάλλουν βασίζονται στις ανάγκες διάσωσης του τραπεζικού συστήματος και της εξυγίανσης της οικονομίας των αστών. Επίσης, διέπονται από τη λογική της αυτοκαταστροφής σημαντικού μέρους παραγωγικών δυνάμεων, που ως μέχρι χθες συντελούσαν στην οικονομική ανάπτυξη και στην ταξική και κοινωνική ηρεμία.
Τα αποτελέσματα, που τους ήταν εκ των προτέρων γνωστά, είναι καταστροφικά: το κλείσιμο μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και οι απολύσεις συνεχίζουν και αυξάνουν την στρατιά εκατομμυρίων ανέργων, πολλαπλασιάζοντας έτσι την πείνα και γενικότερα την φτώχεια. Οι ασταμάτητες αρνητικές επιπτώσεις στον τομέα της παιδείας και ιδιαίτερα της υγείας μετατρέπουν την φτώχεια σε πραγματική δυστυχία για τους ανθρώπους που παράγουν τον πλούτο, δηλαδή την εργατική τάξη. Μαζί βέβαια με αυτά έρχεται και το ξήλωμα κάθε αστικής δημοκρατικής έννοιας και κατάκτησης: η ύπαρξη του υπουργικού και του νομοθετικού σώματος μετατρέπεται σε καθαρά τυπική, νόμοι και σύνταγμα αντικαθίστανται από αποφάσεις μερικών μόνον ανθρώπων· ο ρόλος των πολιτικών υποχωρεί και αναλαμβάνουν τεχνοκράτες όπως τον Λουκά Παπαδήμα (Ελλάδα) και τον Μάριο Μόντι (Ιταλία)· η εθνική κυριαρχία γίνεται ξεκάθαρα ή με υπονόηση μέρος του πολιτικού λόγου. Στην Ελλάδα όλα αυτά τα χαρακτηριστικά είναι σήμερα σε προχωρημένο στάδιο.
Η διαδικασία των μνημονίων ήταν για το εργατικό κίνημα ένα δυνατό αρχικά σοκ. Όλα τα στρώματα των εργαζομένων και της νεολαίας ζούσαν με τις αυταπάτες των προηγούμενων χρόνων για συνεχή άνοδο του βιοτικού επιπέδου. Οι αυταπάτες ήταν μέσα τους βαθειά ριζωμένες, η αποδοχή του καπιταλισμού εδραιωμένη και η πίστη στην ηγεσία τους ακλόνητη. Αυτός ήταν ο βασικός λόγος που στα πρώτα στάδια έδειξε ανοχή. Μέρα όμως με την μέρα η σκληρότητα των μέτρων γινόταν και χειρότερη, για εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένων βάρβαρη, η εργατική αριστοκρατία και η μεσαία τάξη κτυπήθηκε.
Το εργατικό κίνημα άρχισε ν’ αφήνει πίσω του τον φόβο και να εντείνει την αντίδρασή του. Κάτω από το βάρος των πιέσεων, ο πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου ζήτησε ψήφο εμπιστοσύνης και δημοψήφισμα για την αποδοχή ή όχι της νέας δανειακής σύμβασης με την Τρόικα. Το πολιτικό αδιέξοδο ήταν πλέον φανερό. Ακολούθησαν για μια βδομάδα έντονες ζυμώσεις για κυβέρνηση συνεργασίας. Τελικά, στις 11 Νοεμβρίου του 2011 έγινε η ορκωμοσία της νέας μεταβατικής κυβέρνησης με πρωθυπουργό τον Λουκά Παπαδήμα.
Η πτώση της κυβέρνησης Γιώργου Παπαντρέου ήταν για το εργατικό κίνημα μια νίκη, μα η πορεία που χάραξε με το μνημόνιο δεν άλλαζε. Οι ηγέτες του ΠΑΣΟΚ ήταν αποφασισμένοι να συνεχίσουν την πολιτική τους ενάντια στους εργαζόμενους απ’ όπου και αντλούσαν την δύναμή τους. Οι μάζες όμως είχαν ήδη εισέλθει στο προσκήνιο κι αναζητούσαν διέξοδο· μια τάση εγκατάλειψης του ΠΑΣΟΚ γεννήθηκε· ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν η διέξοδος.
Το ρεύμα προς τον ΣΥΡΙΖΑ έγινε χείμαρρος και στις εκλογές της 6ης Μαΐου 2012 εκτοξεύτηκε από το 4,6% το 2009 στο 16,78%. Η προοπτική να περάσει στις επαναληπτικές εκλογές πρώτο κόμμα και να σχηματίσει κυβέρνηση ήταν πλέον και ορατή και δυνατή. Μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με το εργατικό κίνημα πίσω του να ριζοσπαστικοποιείται θα έφερνε ανατροπές στις λογικές των μνημονίων. Στον ορίζοντα θα φαινόταν η επαναστατική απειλή για τον ελληνικό καπιταλισμό. Όμως η επανάσταση έχει τη συνήθεια της πυρκαγιάς και απλώνει έξω από τα σύνορα. Γι’ αυτό και έγινε ό,τι ήταν δυνατόν να ανακοπεί το ρεύμα υποστήριξης προς τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η αστική τάξη, κάτω από τις συνθήκες που έχουμε περιγράψει, στηρίχτηκε στις δυνάμεις της Νέας Δημοκρατίας και σε ό,τι απέμεινε από το σοσιαλδημοκρατικό ΠΑΣΟΚ, με μεγάλη όμως προεκλογική αβεβαιότητα. Ο πολιτικός λόγος της ΝΔ πήρε έντονο εθνικιστικό χρώμα και σε πολλά ζητήματα ταυτίστηκε με την Χρυσή Αυγή. Στελέχη της ΝΔ με δημόσιες δηλώσεις τους έδιναν υποστήριξη σε ενέργειες των χρυσαυγιτών. Ακόμα και οι χώροι φιλοξενίας μεταναστών -άνθρωποι πίσω από τα τέλια με άγνωστο μέλλον- δεν παύουν να θυμίζουν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί στη Γερμανία. Από την άλλη, υπήρχε και η φανερή ανοχή από το κράτος και τους μηχανισμούς του σε πράξεις στελεχών της Χρυσής Αυγής που έπαιρναν το νόμο στα χέρια τους και τον καταργούσαν. Η απροκάλυπτη βία μπροστά στα μάτια αστυνομικών δυνάμεων, οι απειλές και οι επιδρομές στελεχών με πρωτοστάτες τους βουλευτές της Χρυσής Αυγής εντάθηκαν μετά το σχηματισμό της κυβέρνησης του Αντώνη Σαμαρά, στελέχη της οποίας φαίνεται να υποβοηθούν το έργο της Χρυσής Αυγής. Αυτά συνιστούν κρυφή νομιμοποίηση του φασισμού.
Η συμπεριφορά αυτή δεν είναι παράξενη για τις ιδιομορφίες της περιόδου. Η αστική τάξη και το πολιτικό της κόμμα η ΝΔ είδαν την Χρυσή Αυγή ως αντίβαρο στην άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό και προσωρινά φλέρταραν μαζί της, παρά το ότι ο φασισμός στηρίζεται στη βία και επιδιώκει την κατάργηση του κοινοβουλευτισμού που δηλώνει την ύπαρξη της αστικής δημοκρατίας. Όπως έγραψε ο Τρότσκι: «Για τη μονοπωλιακή μπουρζουαζία το κοινοβουλευτικό καθεστώς και το φασιστικό καθεστώς δεν αντιπροσωπεύουν παρά διαφορετικά όργανα της κυριαρχίας της: καταφεύγει στο ένα ή στο άλλο, σύμφωνα με τις ιστορικές συνθήκες».
Ο φασισμός της Χρυσής Αυγής μπορεί να αντιμετωπιστεί είτε με την ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας είτε με την ανατροπή της. Ανάπτυξη όμως μπορεί να έλθει μετά που οι πολιτικές των μνημονίων θα καταστρέψουν ακόμα περισσότερες παραγωγικές δυνάμεις και θα καταδικάσουν δυο-τρεις γενιές να ζήσουν σε φτώχεια και δυστυχία. Γι’ αυτό και οι δυνάμεις της αριστεράς καλούνται να αναλάβουν το καθήκον της αντιμετώπισης του φασισμού. Επιβάλλεται ενότητα δυνάμεων, ανάπτυξη αγωνιστικότητας και σχεδιασμός της παραγωγής στη βάση των αναγκών της κοινωνίας.
Μ. Δημοσθένους