Ευχαριστώ το Καφενείο της Πέμπτης που μου έδωσε την ευκαιρία να αναφερθώ στο νόημα της 21ης Απριλίου 1967, τη σημασία και τις συνέπειες της. Θα επιμείνω εις το πώς επιβλήθηκε το πραξικόπημα στην Ελλάδα, όχι ως ένα επετειακό γεγονός, ένα κακό το οποίο θα πρέπει να καταδικάζουμε, αλλά στο να αναζητήσουμε τις ρίζες του, γιατί και πώς έγινε, ποια ήταν η σημασία του, ποιο το νόημά του. Να το διερευνήσομε για να βρούμε κάποιο νόημα σε ότι αφορά τις ιστορικές εξελίξεις και ιδιαίτερα τα συμβάντα που επηρέασαν την τύχη της πατρίδας μας. Την απώλεια της πατρίδας μας στην πραγματικότητα.
Να αναζητήσουμε λοιπόν αιτίες αν είναι δυνατόν, να προσθέσουμε και γνώσεις όπου χρειάζεται, ακόμα και να αναθεωρήσουμε απόψεις και εκείνο που χρειάζεται πρώτα και πάνω από όλα είναι να απομυθοποιήσουμε την πρόσφατη Ιστορία μας, για να μπορέσουμε να δούμε τις πραγματικότητες και να βαδίσουμε σε ένα πιο σταθερό έδαφος.
Το πραξικόπημα στην Ελλάδα ήταν το αποκορύφωμα της ελληνικής τραγωδίας και για την Κύπρο ένα συμβάν μοιραίο για την ύπαρξή της, για την ιστορία της. Διότι η χούντα και η παρουσία της εδώ και το πραξικόπημα έφεραν και μία ιστορική ανατροπή, από εκείνες τις ιστορικές ανατροπές που παραμένουν αιώνιες με άγνωστη ακόμα την προοπτική τους.
Έτσι η Κύπρος προ του 1974 είναι μία Κύπρος η οποία υπάρχει στην ανάμνησή μας, στη μνήμη μας, την Ιστορία. Είναι κάτι άλλο από αυτό που ακολούθησε μετά το 1974.
Αλλά ας δούμε την 21η Απριλίου για να καταλάβουμε το νόημά της, τη σημασία για την Ελλάδα και πώς εις το τέλος διαπλέκεται και με το ίδιο το κυπριακό πρόβλημα. Η 21η Απριλίου δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, ένα ξαφνικό και απρόσμενο γεγονός, κατασκεύασμα κάποιων αξιωματικών που ενήργησαν ξαφνικά συνωμοτικά και δυναμικά. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για την Κύπρο. Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974, δεν ήταν και αυτό ένα συμβάν που εξελίχθηκε και πραγματοποιήθηκε αιφνιδιαστικά και θα έπρεπε να θεωρηθεί απλώς μία στιγμιαία, και αυθύπαρκτη εκτροπή, που μας κατέλαβε εξ απροόπτου. Τα σημάδια και στην Ελλάδα και στην Κύπρο ήταν πολλά. Ήταν φανερά. Ήταν ορατά και σεσημασμένα. Μπορούσε κανένας να προβλέψει και το αποτέλεσμα και τις συνέπειές τους, και όμως δεν μπορέσαμε ούτε στην Ελλάδα ούτε στην Κύπρο να τα αποτρέψουμε. Είχαν λοιπόν και το ελληνικό και το κυπριακό πραξικόπημα βαθιές ρίζες αλλά και μία κοινή προέλευση.
Το σημερινό μας θέμα «Το ελληνικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου» θα το διερευνήσουμε μέσα από την ιστορική εξέλιξη. Θα αναφέρω μόνο τους σταθμούς και τις αφετηριακές του πήγες, χωρίς να επεκταθώ σε ερμηνείες ιστορικές αυτή τη στιγμή, διότι για κάθε κεφάλαιο, για κάθε αναφορά, υπάρχει μια ξεχωριστή και πολυδαίδαλη ιστορία. Θα περιοριστώ στην αναφορά των τίτλων των εποχών, για να επισημάνω τη σημασία τους. Αναζητούμε λοιπόν αυτήν την πηγή και την ανευρίσκουμε στη δικτατορία του Μεταξά.
Να πούμε ότι σε αυτό τον τόπο, στην Κύπρο, όλα αυτά τα πράγματα ήταν ασύλληπτα και ακατανόητα και ότι επιπλέον ο Μεταξάς εθεωρείτο μεγάλος εθνικός ηγέτης. Είχαμε ως πρόσφατα την πλατεία Μεταξά, αλλά ίσως δεν ξέρετε ότι στην Κύπρο υπάρχουν ακόμα πολλές οδοί Ιωάννου Μεταξά. Έμεινε στην Ιστορία ως ο πρωθυπουργός του «Όχι», αλλά ξεχνιέται ότι ήταν αρχηγός ενός ολοκληρωτικού κράτους. Να μου επιτρέψετε να αναφέρω αυτό το απόσπασμα, το οποίο είναι χαρακτηριστικό του καθεστώτος του Μεταξά, για να αντιληφθούμε γιατί θεωρούμε απαρχή των δεινών της Ελλάδας τη δικτατορία του Μεταξά. Λέει λοιπόν ο Μεταξάς:
«Η Ελλάδα έγινε από της 4ης Αυγούστου κράτος αντικομουνιστικό, κράτος αντικοινοβουλευτικό, κράτος ολοκληρωτικό, κράτος με βάση την αγροτική και εργατική και κατά συνέπεια αντιπλουτοκρατικό.
Δεν είχε βέβαια κόμμα ιδιαίτερο να κυβερνά. Κόμμα ήταν όλος ο λαός, εκτός από τους αδιόρθωτους κομουνιστές και τους αντιδραστικούς παλαιοκομματικούς. Αν επομένως ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι αγωνίζονταν πραγματικά για την ιδεολογία που υψώσανε για σημαία, έπρεπε να στηρίζουν παντού την Ελλάδα με όλη τους τη δύναμη, ακόμα και να ανέχονταν αν τα άμεσα συμφέροντα ή και η ανάγκη από τη γεωγραφική της θέση έφεραν την Ελλάδα κοντά στην Αγγλία. Η Ελλάδα έμεινε μακριά από την Αγγλία, εκτός από την απαραίτητη και απλώς αναγκαία φιλική σχέση, η Ελλάδα καμία βοήθεια δεν έδωσε ή υποσχέθηκε στην Αγγλία».
Αυτά όταν ξεκινούσε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και βρισκόταν σε εξέλιξη ακόμα, ο πόλεμος στην Αλβανία με τους Ιταλούς. Το φασιστικό λοιπόν καθεστώς του Μεταξά, με την ιδεολογία που σας ανάφερα, κατάργησε την πολιτική ζωή, έκανε διωγμούς, εξορίες των δημοκρατικών και των κομμουνιστών και κληροδότησε τη πολιτική του φυσιογνωμία και παράδοση, στα χρόνια της γερμανικής κατοχής.
Είναι τότε που εκδηλώθηκε η αντίσταση του ελληνικού λαού μεγαλειώδης και μνημειώδης και μπορώ να πω από τις πιο σημαντικές που έγιναν. Η πιο σημαντική που έγινε, μαζί με την αντίσταση στη Γιουγκοσλαβία του Τίτο. Η πιο μαζική λαϊκή αντίσταση στην Ελλάδα μορφώθηκε στο τέλος κατά κύριο λόγο μέσα από το ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ αλλά και από άλλες οργανώσεις όπως την ΕΚΚΑ (Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση) και το ΕΔΕΣ (Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος) και άλλες αντιστασιακές οργανώσεις μικρότερης σημασίας, με σημαντική επίσης δράση.
Όμως τι άλλο κληροδότησε η δικτατορία του Μεταξά; Πυροδότησε και τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας που τα παρέδωσε στους Γερμανούς για να μπορούν να ελέγχουν, και να χρησιμοποιούν δυνάμεις ελληνικές για να πολεμούν, για να αντιμετωπίσουν τους αντιστασιακούς και την απειλή που προκαλούσε η αντίσταση στην Ελλάδα.
Εκεί βρίσκουμε και τον Γρίβα, συνεργάτη των Ταγμάτων Ασφαλείας, συνεργάτη του Μπουραντά, διοικητή του Μηχανοκίνητου Τμήματος των Ταγμάτων Ασφαλείας, ο οποίος συνελήφθη αμέσως μετά την απελευθέρωση ως δωσίλογος και αθωώθηκε με την έναρξη του Εμφυλίου Πολέμου. Αθωώθηκε επειδή η Δικαιοσύνη ήταν σε διατεταγμένη υπηρεσία να το αθωώσει, αλλά και γιατί όταν πλέον ξεκίνησε ο Εμφύλιος είχαν συλληφθεί όλοι οι μάρτυρες κατηγορίας και δεν μπορούσε να γίνει δίκη για να αποδειχθεί η μεγάλη ενοχή του.
Συνεργαζόταν λοιπόν ο Γρίβας με τον Μπουραντά στις επιθέσεις εναντίον αντιστασιακών και στην κατάσχεση όπλων κομμουνιστών για να αντιμετωπίσει η μεν Γερμανία και η Ασφάλεια τους αντιστασιακούς, ο δε Γρίβας τους κομμουνιστές.
Δεύτερος σταθμός είναι όσα ακολούθησαν μετά την απελευθέρωση, με κορυφαίο γεγονός τα τραγικά Δεκεμβριανά, τον δραματικό Δεκέμβριο της Αθήνας. Δεν θα προχωρήσω σε ανάλυση, αλλά εκεί είναι που η Ελλάδα, την επομένη του πολέμου, όταν ύστερα από το έπος του ‘40 και τη μεγαλειώδη Εθνική Αντίσταση, έπρεπε να πάρει μία τιμημένη θέση στον κόσμο, παρόλο που ο κόσμος είχε στο μεταξύ διαιρεθεί με τη συμφωνία των μεγάλων και την πιστή εφαρμογή των συμφωνιών, και από τον Στάλιν, πάνω στη διαιρεμένη Ευρώπη, πάνω στην ίδια την Ελλάδα.
Βυθίστηκε η Ελλάδα, εκείνη ακριβώς την εποχή που θα έπρεπε να ανατείλει με όλες τις δυνάμεις που είχε, που ήταν μεγάλες, ηθικές, πνευματικές και ανθρώπινες, για να πάρει μία τιμημένη θέση στον κόσμο. Για να διαφυλάξει τα δικά της συμφέροντα και τα δημοκρατικά δικαιώματα και το σοσιαλισμό που ανάτελλε τότε ως μεγάλη ιδεολογία στην ανθρωπότητα την επομένη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή η Ελλάδα βυθίστηκε μέσα σε μία κλιμακούμενη και ανεξέλεγκτη κρίση. Παράλληλα συνέβη και το άλλο τραγικό. Μέσα από την ανωμαλία, οι συνεργάτες των Γερμανών βρήκαν την ευκαιρία να επιστρέψουν ως όργανα δήθεν της τάξης.
Οι αντιστασιακοί έγιναν στόχος και κάθε άλλη αντιδραστική κατάσταση μπόρεσε να ασκήσει τη δική της παρουσία, χρησιμοποιώντας όπλα που πολλές φορές ήταν αυτά που τους κληροδότησαν οι Γερμανοί.
Ακολούθησε μετά το Δεκέμβρη και μετά τη Βάρκιζα, η λευκή τρομοκρατία. Χιλιάδες φόνοι και συλλήψεις. Τότες έλαμψε το άστρο του Γρίβα και της οργάνωσης «Χ», που αλώνιζε την Ελλάδα και δολοφονούσε ανθρώπους με μόνο αμάρτημα τη συμμετοχή τους στην αντίσταση. Χιλιάδες τα θύματα, πολλές οι συλλήψεις, υπάρχουν οι αριθμοί, να μην τους αναφέρουμε. Και φτάνουμε στη μεγάλη καμπή, τον Εμφύλιο, άλλη μεγάλη περιπέτεια και θα αναφέρω μόνον τις συνέπειες του Εμφυλίου.
Ύστερα από τη γερμανική κατοχή με τις 550 περίπου χιλιάδες νεκρούς σε όλη τη χώρα, προστέθηκαν οι απώλειες του Εμφυλίου Πολέμου, γύρω στις 50 με 60 χιλιάδες νεκρούς, γύρω στις 28.000 από το αντάρτικο, 25.000 από τον Στρατό, όλοι παιδιά του ελληνικού λαού, 100.000 πρόσφυγες στη Σοβιετική Ένωση και τις άλλες χώρες του Σοβιετικού Μπλοκ. Χιλιάδες οι εξόριστοι φυλακισμένοι, πάμπολες οι καταδίκες σε θάνατο και οι εκτελέσεις. Μία ολόκληρη γενιά που θα μπορούσε με το δυναμισμό της να φέρει ανάπλαση στην Ελλάδα, χάθηκε σε αυτά τα χρόνια του εμφυλίου σπαραγμού. Ένας εμφύλιος που στο τέλος περιπλέκει και τον Ψυχρό Πόλεμο. Τους Βρετανούς που υποστήριζαν το καθεστώς διαδέχτηκαν οι Ηνωμένες Πολιτείες από το 1947 με το σχέδιο Μάρσαλ και γίνεται πια ο ελληνικός Στρατός εξάρτημα στα χέρια της αμερικανικής αποστολής.
Το πρώτο που έκαναν ήταν να ανεύρουν νέους αξιωματικούς να αντικαταστήσουν τους παλιούς, με κεντρικό δόγμα τον αντικομουνισμό. Η ένταξη το 1951 στο ΝΑΤΟ θεωρήθηκε ως επίτευγμα, ότι εξασφάλισε ασφάλεια στην Ελλάδα, όμως οριστικοποιούσε την εξάρτηση του Στρατού από τις Ηνωμένες Πολιτείες, διασφάλιζε την ξεχωριστή του θέση μέσα στην πολιτική ζωή της χώρας, με ανεξέλεγκτο ρόλο και παρουσία, εκτός ελέγχου της πολιτικής ηγεσίας. Άλλωστε το σύστημα απέχει πολύ από το να είναι δημοκρατικό. Από το 1950 μέχρι το 1966 περίπου 11.500 αξιωματικοί εκπαιδεύτηκαν στις ΗΠΑ, άλλοι τόσοι σε άλλες νατοϊκές χώρες.
Η εκπαίδευσή τους δεν ήταν μόνο στρατιωτική, ήταν ψυχροπολεμική, αντικομουνιστική, αντιδημοκρατική, ήταν καλλιέργεια κλίματος αυτοτέλειας έναντι της πολιτικής ηγεσίας και επικυριαρχίας μέσα στη χώρα. Για το τι περιλάμβανε αυτή η εκπαίδευση βρήκα μία πληροφορία αυθεντική, την οποία θα αναφέρω για να καταλάβουμε πώς διαπαιδαγωγούνταν οι Έλληνες στρατιωτικοί που έδρασαν και στην Κύπρο αργότερα και κάτω από ποια νοοτροπία και αντίληψη.
Γνωρίζουμε όλοι τον Μάρτιν Πάκαρντ (Martin Packard) που είχε έρθει στην Κύπρο τον καιρό των διακοινοτικών και συμμετείχε στη μικτή ομάδα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων. Αναφέρει λοιπόν στο βιβλίο του «Getting it Wrong» τα εξής: «Μετείχα σε γυμνάσια (ασκήσεις) στην Αθήνα το 1963 ως επίσημος παρατηρητής του ΝΑΤΟ, σύμβουλος πληροφοριών, ως Commander Mediterranean South East.
Για να μου επιδείξουν μια φάση τής υπό κάλυψη αποστολής μου ως υπεύθυνου της Υπηρεσίας Πληροφοριών, με πήραν σε στρατόπεδο εκπαίδευσης βορείως της Αθήνας, όπου Αμερικανοί καθοδηγητές (instructors) κατηχούσαν Έλληνες χωροφύλακες σε υπό κάλυψη τεχνικές για αντιστασιακές ενέργειες, περιλαμβανομένων οδηγιών για σύγχρονες μεθόδους ανάκρισης, βασανιστηρίων και φόνων.
Διδάσκονταν ότι οι κομουνιστές είναι υπάνθρωποι και ότι στερούνται κάθε πολιτικού δικαιώματος και πρέπει να εξοντώνονται ως παράσιτα.
Οι μαθητευόμενοι διδάσκονταν τη χρήση ακραίας βίας εναντίον των κομμουνιστών, ως όπλο εναντίον της διάδοσης αριστερών ιδεών. Είδα μερικούς χοίρους με το σήμα του ΚΚΕ στη ράχη τους και οι καθοδηγητές έλεγαν με υπερηφάνεια στους ασκούμενους να τους σκοτώνουν όσο πιο μοχθηρά μπορούσαν, παρουσιάζοντάς τους ως κομμουνιστές που είχαν βιάσει τις αδερφές τους.»
Υπάρχει και μία αναφορά για την κυπριακή Αριστερά που αναφέρει ότι αποτέλεσε τον κύριο στόχο υπόσκαψης και παραπληροφόρησης και πρόσθετε ότι: «Μία αριστερίζουσα Κύπρος θα ήταν αφόρητη για το κατεστημένο της Αθήνας, όπως θα ήταν για την Άγκυρα, τους Βρετανούς και τους Αμερικανούς».
Όσο στην Ελλάδα υπήρχαν οι δεξιές κυβερνήσεις, κατά κύριο λόγο, μία αποτυχημένη προσπάθεια έκφρασης λαϊκού αισθήματος εκδηλώθηκε τότε με τον Πλαστήρα, που είχε υποσχεθεί αμνηστία. Αυτή η προοπτική βυθίστηκε μέσα στις εκτελέσεις του Μπελογιάννη και των συντρόφων του, κατέρρευσε και παρέμεινε κυρίαρχη η διακυβέρνηση της Ελλάδας από δεξιές καταστάσεις.
Όσο υπήρχαν δεξιές, αντικομουνιστικές, αντιδραστικές καταστάσεις δεν είχε δυσκολίες ο Στρατός να λειτουργεί, δεν είχαν λόγο να έχουν καμιά διαφωνία. Προχωρούσε σύμφωνα με το πρόγραμμα και το σύστημα χωρίς εμφανή σημάδια ανωμαλίας. Η κυβέρνηση και ο βασιλιάς συνυπήρχαν, ο βασιλιάς θεωρείτο και ο αρχηγός του Στρατού. Υπάρχει το περίφημο του Παύλου, που έλεγε, «μου ανήκετε και σας ανήκω». Επιπλέον υπήρχε και το παρακράτος που λειτουργούσε παράλληλα και κάτω από τον έλεγχο του Στρατού και της Αστυνομίας, τα ΤΕΑ (Τάγματα Εθνικής Ασφαλείας) και άλλες οργανώσεις.
Υπήρχε όμως και η επόμενη στιγμή στην οποία ο Στρατός κινείται, οι αξιωματικοί δραστηριοποιούνται και αρχίζουν να αποκτούν το ειδικό τους χώρο και τρόπο δράσης. Οι εκλογές του 1958, ανέδειξαν την ΕΔΑ (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά ) σε δεύτερο κόμμα με 78 βουλευτές, αυτό ήταν ένα σήμα συναγερμού για όλες αυτές τις καταστάσεις. Αρχίζει η κινητοποίηση των αξιωματικών. Τότε κάνει και την παρουσία του ως ηγετική φυσιογνωμία ο Γεώργιος Παπαδόπουλος. Ιδρύει και προεδρεύει της Εθνικής Ένωσης Νέων Αξιωματικών (ΕΕΝΑ).
Αξιωματικοί, οι περισσότεροι χωρίς προηγούμενη πολεμική εμπλοκή αλλά βαθύτατα αντικομουνιστές, με περιφρόνηση προς τον κοινοβουλευτισμό. Στο μεταξύ ο Παπαδόπουλος κερδίζει και τη συμπάθειά της CIA, μέσα στα πλαίσια της συνεργασίας της CIA με την ΚΥΠ.
Πρώτη εκδήλωση και παρέμβαση αυτού του μηχανισμού γίνεται στις εκλογές του 1961, όταν αρχίζει να διαφαίνεται ένα λαϊκό ρεύμα ανανέωσης στην πολιτική της Ελλάδας. Τότε, στις εκλογές του 1961 που έμειναν γνωστές στην Ιστορία ως οι εκλογές βίας και νοθείας, εφαρμόστηκε και ένα πρώτο σχέδιο του ΝΑΤΟ, το σχέδιο «Περικλής» για τον έλεγχο των καταστάσεων.
Όταν λοιπόν φαινόταν η Ελλάδα έτοιμη για κάποια αλλαγή, όταν ελληνικός λαός με καθυστέρηση πάνω από 10 χρόνια φαινόταν έτοιμος για ένα μεταρρυθμιστικό, αλλά απόλυτα μετριοπαθές κίνημα, για εκδημοκρατικοποίηση, ειρήνη και κοινωνική δικαιοσύνη, όταν φαινόταν ότι η Δεξιά υποχωρεί και πήγαινε να γίνει μειοψηφία, όταν το μεταρρυθμιστικό και ριζοσπαστικό κίνημα, ακόμα στα σπάργανά του, άρχισε να θέτει υπό αίρεση το σύστημα των δημιουργημένων συμφερόντων από την εμφύλια διαμάχη, την εξωτερική βοήθεια και το σχέδιο Μάρσαλ, ανασύρθηκε το σχέδιο «Περικλής», με το σύνθημα ότι κινδυνεύει η Ελλάδα από τους κίτρινους και ότι έπρεπε οι γαλάζιοι να αντιδράσουν. Κινήθηκαν δραστήρια με βία και τρομοκρατία, με λαθροθηρία, με λαθροψηφοφορία όπου μπορούσαν.
Ήταν τότε, και το θυμάμαι πάρα πολύ καλά, που άρχισαν να γίνονται οι αποκαλύψεις. Σε κάποιο σπίτι ευρίσκονταν περίπου 100 ψηφοφόροι καινούργιοι, οι οποίοι βρέθηκαν ως εξ απροόπτου γραμμένοι εκεί, άλλοι 1000 βρέθηκαν γραμμένοι σε ένα δρόμο που δεν είχε σπίτια παρά μόνο δέντρα. Ήταν μία εκλογή όπου αποδείχτηκε η βία και η νοθεία της.
Ακολούθησε ο ανένδοτος αγώνας του Γεωργίου Παπανδρέου. Ήταν ένα ξύπνημα και για τον ίδιο τον Παπανδρέου, είχε και παλαιότερα αντινομίες στην πολιτική του, όμως σε αυτήν την περίπτωση έδειξε έναν πρωτοφανή δυναμισμό και μαχητικότητα.
Επέπληξε τη διοικητική φυσιογνωμία και τα χαρακτηριστικά της Δεξιάς, με το κήρυγμά του άνοιξε τις προοπτικές για την εκδημοκρατικοποίηση, υποσχέθηκε και ο κόσμος τον πίστεψε και τον ακολούθησε για ίσες ευκαιρίες, δικαιώματα, κοινωνική δικαιοσύνη. Μίλησε για την αυξανόμενη ανισότητα που άρχισε με τη οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα, αλλά την επωφελούνταν οι λίγοι, υποσχέθηκε συντάξεις στους αγρότες, επιδότηση προϊόντων, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, στοιχειώδη δηλαδή πράγματα, αποκάλυψε το ρόλο του Στρατού.
Μνημειώδης ήταν η ομιλία του στη Βουλή που εκείνη την εποχή κυκλοφόρησε και σε δίσκο - υπήρχαν μόνο δίσκοι εκείνη την εποχή. Ξεκίνησε την ομιλία του με το «Στρατηγέ Καρδαμάκη ανάξιε ηγέτα του στρατεύματος», αλλά αποκάλυψε και το ρόλο των Ανακτόρων και των θεσμών.
Ο Καραμανλής επανεξελέγη αλλά ήταν μια πικρή επανεκλογή, διότι το 1963 έχουμε και τη δράση του παρακράτους με τον τραγικό και τρομακτικό φόνο του Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη, τη σύλληψη των ενόχων. Γίνονται τότες και οι ανακρίσεις και αποκαλύπτεται ότι οι δολοφόνοι του Λαμπράκη είχαν διασυνδέσεις με τη Χωροφυλακή της Αθήνας με τους στρατηγούς και τους διοικητές, ένα ολόκληρο δηλαδή σύστημα παρακράτους λειτούργησε για να χτυπήσει το κίνημα, το αριστερό κίνημα, το δημοκρατικό κίνημα, για να παρεμποδίσει οποιαδήποτε φιλολαϊκή εξέλιξη.
Όταν λοιπόν άρχισαν να αποκαλύπτονται όλα αυτά και έγιναν οι καταγγελίες και κλονίστηκε και το κύρος της ίδιας της Ελληνικής κυβέρνησης, όταν αποκαλύφθηκε ποιοι μηχανισμοί λειτουργούσαν, ο Καραμανλής διερωτήθηκε, που έμεινε και αυτό στην Ιστορία: «ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο;». Ακολούθησε η διαφωνία του με τον βασιλιά για το ταξίδι στο Λονδίνο και παραιτήθηκε.
Από εκεί και πέρα η εξέλιξη των γεγονότων δεν μπορούσε να ανακοπεί. Ο Πιπινέλης πρωθυπουργός, ακολουθεί η υπηρεσιακή κυβέρνηση του βασιλιά, αλλά δεν μπορούσε πλέον να εμποδιστεί η έκφραση της λαϊκής θέλησης και γίνονται οι εκλογές της 3ης Νοεμβρίου του 1963.
Βγαίνει πρώτο κόμμα η Ένωση Κέντρου, δεν σχηματίζει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Η ΕΔΑ (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά ) προσφέρει υποστήριξη, αλλά δεν γίνεται αποδεκτή, διότι είμαστε την εποχή που ακόμα η έννοια του κομμουνισμού, του κομμουνιστικού κινδύνου κ.λπ. ήταν στα χέρια της Δεξιάς και των στυλοβατών του καθεστώτος και των ξένων κύκλων και των Αμερικανών. Ήταν ένας τρόπος όπου μπορούσαν να προχωρήσουν σε ανατροπή καταστάσεων. Ήταν κυβέρνηση μειοψηφίας.
Γίνονται ξανά εκλογές στις 16 Φεβρουαρίου 1964 και αναδεικνύεται με πλειοψηφία 53% η κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου. Υπήρχε φυσικά ο δυναμισμός του Γεωργίου Παπανδρέου, υπήρχε ο λαϊκός ενθουσιασμός, όμως από την Ένωση Κέντρου έλειπε ο μηχανισμός που θα επέτρεπε τη δημοκρατική λειτουργία του κόμματος, που θα εξασφάλιζε μία σταθερή επικοινωνία με τον λαό, σε διαμόρφωση ιδεών, σε οργάνωση και σε εξασφάλιση στελεχών.
Παρόλα αυτά άρχισαν να εφαρμόζονται μέτρα πρωτοφανή για την Ελλάδα, και για πρώτη φορά από το 1935 η Ελλάδα έχει μία κυβέρνηση με δημοκρατικά χαρακτηριστικά.
Τα μέτρα που πήρε ήταν στοιχειώδη, αναζήτησε μια ανακατανομή του εθνικού εισοδήματος. Αυξήθηκαν τα αγροτικά και τα εργατικά εισοδήματα. Αφέθηκαν ελεύθεροι οι περισσότεροι πολιτικοί κρατούμενοι, όχι όλοι. Επέστρεψαν αρκετοί αντάρτες που βρίσκονταν στη Σοβιετική Ένωση, κυκλοφορούσαν πια αντάρτες στους δρόμους της Αθήνας.
Αχρηστεύτηκαν, για πρώτη φορά, τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων. Υπήρχε μια κίνηση ιδεών, ήταν η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και ο Λουκής Ακρίτας, που εκείνη την εποχή πραγματικά έδωσε παλμό σε αυτήν την ανανέωση, αλλά είχε και την εκτίμηση του ελληνικού λαού για το έργο του που ήταν πρωτοφανές και αγκάλιασε όλες τις οικογένειες της Ελλάδας, τα παιδιά με συσσίτια, με αλλαγές δεδομένων, με ίσες ευκαιρίες, με προοπτικές. Δηλαδή μπορεί να πει κανένας ότι διαμέσου της παιδείας επιζητείτο η κοινωνική αλλαγή στην Ελλάδα.
Υπήρξαν μέτρα για απελευθέρωση του συνδικαλισμού, ήταν διορισμένοι μέχρι τότες από την κυβέρνηση οι συνδικαλιστές ηγέτες. Υπήρξε πιο ανεξάρτητη πολιτική έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών, αποχή από τα γυμνάσια του ΝΑΤΟ, που θεωρήθηκε και πρόβλημα και πρόκληση. Υπήρχε και αντι-αμερικανισμός στις εφημερίδες, πράγμα που τους ενοχλούσε πάρα πολύ.
Μου διέφυγε να αναφέρω και το εξής ότι, αυτή την εποχή, αυτών των μεγάλων δυνατοτήτων ξεσπά και η Κυπριακή κρίση με διακοινοτικές ταραχές και με τις απειλές για εισβολή, για ελληνοτουρκικό πόλεμο και πραγματικά έμεινε ένα μεγάλο ερωτηματικό στους δημοκρατικούς κύκλους της Ελλάδας, εάν ήταν μια προδιαγεγραμμένη πορεία για να εμποδιστεί και μέσα από αυτή τη διαδικασία μία δημοκρατική εξέλιξη στην Ελλάδα. Σίγουρα έγιναν όλα αυτά που εξελίχτηκαν χωρίς καμία συνεννόηση και σε διαφωνία με την Ελληνική Κυβέρνηση και με τον ίδιο τον Παπανδρέου.
Όμως η κυβέρνηση αντιμετώπισε και μεγάλη πολεμική. Η Νέα Τάξη ένιωσε τον κλονισμό. Ήταν οι επιχειρηματίες που επωφελήθηκαν από τις καταστάσεις από το σχέδιο Μάρσαλ, (κάτι ξέρουμε και εμείς) οι κτηματομεσίτες, οι εργολάβοι, οι επιχειρηματίες με διεθνή δραστηριότητα, όλοι αυτοί είδαν ως κίνδυνο την Κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου παρόλη τη συντηρητικότητά της, μπορώ να πω, και τη μετριοπάθειά της.
Η μεγαλύτερη δε πολεμική ήταν ότι με τον Παπανδρέου και με τα μέτρα τα οποία έπαιρνε, κινδύνευε η οικονομία, και ξεσήκωσε τον κόσμο να αναζητά και να αγοράζει χρυσές λίρες, για να καταρρεύσει η οικονομία της χώρας.
Ευτυχώς αντεπεξήλθε η Κυβέρνηση, μπόρεσε να διασωθεί. Όμως στο μεταξύ γινόταν και μεγαλύτερη ριζοσπαστικοποίηση μέσα στο λαό. Υπήρχε ο ιδιαίτερος ρόλος του Ανδρέα Παπανδρέου, υπήρχαν και οι ενδοκομματικές αντιζηλίες και το ανομοιογενές της Ένωσης Κέντρου και με πολλά όπως είπαμε συντηρητικά στοιχεία, αλλά υπήρχε και μία άλλη μεγάλη βασική αδυναμία, η μεγαλύτερη αδυναμία της Κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου, ο Στρατός.
Δεν άγγιξε το Στρατό ο Γεώργιος Παπανδρέου, τον άφησε στα χέρια υποτίθεται του βασιλιά, διορίζοντας τον Πέτρο Γαρουφαλιά υπουργό Εθνικής Άμυνας, άνθρωπο του βασιλιά, ο οποίος ναι μεν εμφανιζόταν εις το Κέντρο αλλά δεν είχε πάρει καθόλου μέρος εις τον ανένδοτο αγώνα ή στους δημοκρατικούς αγώνες του κόμματος, ένα μεγιστάνα της μπίρας. Ικανό άνθρωπο αλλά υποχείριο του βασιλιά. Μέσω του Γαρουφαλιά διαφυλασσόταν και ο έλεγχος του Στρατού από τα Ανάκτορα.
Επί Γεωργίου Παπανδρέου έγιναν οι πρώτες ανώμαλες εξελίξεις μέσα στο Στρατό με τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, ο οποίος έκανε σαμποτάζ, έβαζε ο ίδιος, με ανθρώπους δικούς του, ζάχαρη στο πετρέλαιο των αυτοκίνητων για να το παρουσιάσει στο τέλος ως συνωμοσία των κομμουνιστών εναντίον του Στρατού και άρχισε να συλλαμβάνει κόσμο. Αποκαλύπτεται η απάτη, και του την χαρίζουν του Παπαδόπουλου. Είναι μέσα σε αυτές τις συνθήκες τότες και διά της όξυνσης των καταστάσεων, ανευρίσκεται και το σχέδιο «Περικλής», κάνει τις καταγγελίες ο Γεώργιος Παπανδρέου, υπήρξε και η απάντηση, η «ΑΣΠΙΔΑ», μία γελοία υπόθεση.
Καμιά εικοσαριά Έλληνες αξιωματικοί (ήταν χιλιάδες οι Έλληνες αξιωματικοί) έκαναν πράγματι μια συνάντηση, κάποια διάθεση για οργάνωση, ήταν μια αφελής υπόθεση η οποία μόνο ως φιάσκο μπορούσε να χαρακτηριστεί, αλλά τη χρησιμοποίησε η Δεξιά, τη χρησιμοποίησε ο βασιλιάς, διασύνδεσαν με αυτό τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ενεπλάκη ο Γρίβας και ο Σαμψών. Για να στηρίξουν την υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ» πήγαν και καταθέσαν και στα δικαστήρια κατά τις δίκες τον καιρό των αποστατών, όταν γινόταν η δίκη για την «ΑΣΠΙΔΑ» και όταν ο Παπανδρέου αναζήτησε έλεγχο της κατάστασης διότι αποδιοργανώθηκαν όλα και χρησιμοποιείτο η υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ» για την ανατροπή της Κυβέρνησης.
Ο Γ. Παπανδρέου πήγε στο βασιλιά και ζήτησε να αναλάβει ο ίδιος το Υπουργείο Άμυνας για να μπορέσει να ελέγξει την κατάσταση, ο βασιλιάς αρνήθηκε αυτό το δικαίωμα εις τον εκλεγμένο πρωθυπουργό. Έναν πρωθυπουργό που περιέβαλε με την αγάπη του και την εκτίμησή του ο λαός. Ανέλαβε ο βασιλιάς ρόλο κυβερνητικό, που δεν είχε, ο βασιλιάς έπρεπε απλώς να βασιλεύει.
Εδώ υπάρχει η αίσθηση της συνέχισης της παράδοσης του Κωνσταντίνου Α΄ που απέλυσε τον Βενιζέλο. Στην περίπτωση του Κωνσταντίνου Β΄ με επιστολές καταπελτικές εναντίον του Παπανδρέου, αδικαιολόγητες και αντιδραστικές, που υποχρέωσαν τον Παπανδρέου παρά να μείνει ως ένας εξευτελισμένος πρωθυπουργός να υποβάλει την παραίτησή του (15 Ιουλίου 1965).
Την ίδια στιγμή ο βασιλιάς τηλεφωνά στο Γεώργιο Αθανασιάδη-Νόβα όταν ήταν στη Βουλή, πάει ο Νόβας στα ανάκτορα, του αναθέτει την εντολή για να κάνει κυβέρνηση. Καλεί τον Τούμπα, καλεί τον Κωστόπουλο και με το Νόβα, τον Τούμπα και τον Κωστόπουλο μέσα σε μισή ώρα καταλαμβάνουν την εξουσία (15 Ιουλίου 1965).
Πηγαίνει ο Νόβας στο πολιτικό γραφείο του Πρωθυπουργού και το καταλαμβάνει, ο Ιωάννης Τούμπας στο Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως και ο Σταύρος Κωστόπουλος στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Έτσι μέσα σε μισή - μία ώρα η Ελλάδα έζησε μια τρομακτική αλλαγή. Υπολόγιζε ο βασιλιάς ότι θα διέλυε την Ένωση Κέντρου με δύο διαδοχικές εντολές, πρώτα με το Νόβα και στη συνέχεια με τον Ηλία Τσιριμώκο (19 Αυγούστου 1965).
Ο Γ. Παπανδρέου μπόρεσε με εξαιρετικό δυναμισμό και με προσπάθεια να συγκρατήσει όσο μπορούσε την κατάσταση και τη συγκράτησε.
Σταδιακά διάβρωσαν ακόμα μερικούς οι οποίοι για λόγους αντιζηλίας και για λόγους προσωπικούς προχώρησαν και έδωσαν μια πενιχρή πλειοψηφία στον Στέφανο Στεφανόπουλο, ο οποίος κυβέρνησε την Ελλάδα για ένα χρόνο και αναίρεσε πολλά από τα δημοκρατικά δικαιώματα που διασφάλισε στο λαό ο Γ. Παπανδρέου.
Μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα υπήρχε η φθορά του συστήματος, του κοινοβουλευτισμού, της αίσθησης αξιών, της δημοκρατίας, των κομμάτων. Υπήρξε λαϊκή αντίδραση, υπήρξε αγωνία, ενισχυόταν ο ριζοσπαστισμός όπως είπαμε και στην ίδια την Ένωση Κέντρου που, πλέον, αφού απαλλάχτηκε από πολλά συντηρητικά στοιχεία, παρουσίασε έναν πρωτοφανή δυναμισμό.
Τότες ακριβώς παρουσιάστηκε μία προσπάθεια υποτίθεται για να ομαλοποιηθεί η κατάσταση με διενέργεια εκλογών και, μετά από κάποιες κυβερνητικές αλλαγές που έγιναν, τελικά δίνεται η εντολή στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο για σχηματισμό κυβέρνησης μόνο για να οδηγήσει τη χώρα στις εκλογές της 28ης Μαΐου 1967. Ήταν τότες που κινητοποιήθηκαν δυναμικά τα Ανάκτορα που καταλάβαιναν ότι πλέον επερχόταν μία μεγάλη αλλαγή. Προσπάθησε ο βασιλιάς, μέσα από τους στρατηγούς, να επιβάλει το δικό του πραξικόπημα της 23ης Απριλίου 1967. Το πληροφορήθηκαν οι κατώτεροι αξιωματικοί της ομάδας του Παπαδόπουλου, Παττακού, Μακαρέζου και τον πρόλαβαν.
Το πραξικόπημα ήταν η τελευταία καταφυγή, μίας άρχουσας τάξης η οποία ένιωσε να κινδυνεύει και ο μόνος τρόπος πλέον που διέθετε για να το αποτρέψει ήταν το πραξικόπημα. Τα όπλα δεν βρισκόταν στα χέρια των στρατηγών, βρίσκονταν στα χέρια των συνταγματαρχών, κι έτσι ο Παπαδόπουλος προχώρησε αμέσως μετά την πληροφόρηση που είχε από τον Ζωιτάκη στη διενέργεια του πραξικοπήματος την 21η Απριλίου 1967, που ήταν αντιδραστικό, ανατρεπτικό, πέρα από κάθε πολιτική κατεύθυνση.
Ήταν πλέον οι αξιωματικοί διαχειριστές της εξουσίας με ιδεολογία τον αντικομουνισμό. Με το αστυνομικό κράτος, με τη βία, ολοκληρωτικό, αντιλαϊκό κίνημα και φυσικά δικτατορικό.
Οι αξιωματικοί για να επιβληθούν χρησιμοποίησαν πάλι σχέδιο του ΝΑΤΟ που επινοήθηκε για την αντιμετώπιση σχεδίων κομμουνιστικής επικράτησης, το σχέδιο «Προμηθέας», και μέσα σε μία νύχτα συνελήφθησαν 10 χιλιάδες άνθρωποι, καταργήθηκε η κυβέρνηση, συνελήφθη ο δεξιός πρωθυπουργός, - κινδύνευε η Ελλάδα από τον κομμουνισμό και κυβερνάτο από τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο! Όταν πήγαν να τον συλλάβουν, ο Κανελλόπουλος δεν κατάλαβε περί τίνος επρόκειτο, υποψιαζόταν ότι μπορούσε ακόμα να ήταν και Λαμπράκηδες που ντύθηκαν αξιωματικοί και πήγαν να τον συλλάβουν, τέτοιο χάος, τέτοια κατάσταση επικρατούσε.
Συνελήφθη ο Γεώργιος Παπανδρέου, ολόκληρη η άλλη πολιτική ηγεσία, καταλήφθηκε η χώρα και ο στόχος ήταν η παρεμπόδιση των εκλογών. Είχε ακόμα μια σκοπιμότητα η 21η Απριλίου, να προλάβει τη συγκέντρωση που θα έκανε ο Γ. Παπανδρέου στη Θεσσαλονίκη.
Έτσι έχουμε έναν ολοκληρωτικό κίνημα με δυνατότητες εξαναγκασμού, μέσα σε ένα ανεπτυγμένο και τελειοποιημένο σύστημα με διεθνείς προεκτάσεις και προστασία. Χαρακτηριστική ήταν και η δήλωση ανοχής προς το πραξικόπημα την οποία έκαναν οι ίδιοι οι Αμερικανοί, και μάλιστα είπαν ότι αισθάνονταν άνετα, διότι θα επανάφερε αργότερα τη δημοκρατία στην Ελλάδα.
Έτσι μια μικρή ομάδα που έλεγχε όμως ένα μεγάλο οργανισμό, τον Στρατό, μπόρεσε να ανακόψει την πολιτική και την κοινωνική εξέλιξη στη χώρα. Χρησιμοποιώ την λέξη να «ανακόψει» διότι να την εμποδίσει ή να την ματαίωση ήταν κάτι αδύνατο, αλλά την ανέκοψε και ενέσπειρε συμφορά κρίσιμη στην Ελλάδα και συμφορά στην Κύπρο. Θα πρέπει να αναφέρω και ορισμένα άλλα χαρακτηριστικά τα οποία έχουν καταθέσει μελετητές του Στρατού.
Ο Θάνος Βερέμης, ο οποίος έγραψε και Ιστορία για τον ελληνικό Στρατό, λέει: «Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου ‘67 υπήρξε προϊόν και διαφόρων άλλων παραγόντων. Η διεθνής ύφεση που μείωνε -κατά την αντίληψή τους- και τη σημασία της σοβιετικής απειλής και μολονότι οι κινηματίες επικαλέστηκαν αρχικά τον κομμουνιστικό παράγοντα και την εσωτερική εκτροπή, σε κατοπινές τους δηλώσεις περηφανεύονταν ότι οι κομμουνιστές ήταν αμελητέος κίνδυνος για την Ελλάδα…. Η Ελλάδα της δεκαετίας του 1960 χαρακτηριζόταν από ταχεία ανάπτυξη, και τη συνακόλουθη κοινωνική απελευθέρωση, ύστερα από δύο δεκαετίες λιτότητας και περιορισμού των πολιτικών ελευθεριών.» Αυτό το εκμεταλλεύτηκε η Χούντα για να διαιωνίσει την παρουσία της.
Ο Νίκος Μουζέλης προσθέτει: «Η πολιτική κινητικότητα και τα μέτρα απελευθέρωσης του Γ. Παπανδρέου απειλούσαν περισσότερο όσους κατείχαν θέσεις-κλειδιά στις κρατικές δυνάμεις καταστολής, δηλαδή στο Στρατό και την Αστυνομία. και όχι τόσο το οικονομικό κατεστημένο της χώρας με τους πολιτικούς».
Μια σημαντική αιτία της παρέμβασης των στρατιωτικών στην πολιτική υπήρξαν και οι επαγγελματικές ανησυχίες των αξιωματικών. Η απότομη διεύρυνση του Σώματος κατά τον Εμφύλιο και η συρρίκνωση μετά το τέλος του πολέμου, προκάλεσε συμφόρηση τους μεσαίους βαθμούς. Η επικράτηση των συνταγματαρχών βασίστηκε και στην αξιοποίηση του εξωτερικού παράγοντα με καταλυτική σημασία στις ένοπλες δυνάμεις, τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Υπάρχουν και άλλες αναφορές πάνω σε αυτό το θέμα της διασύνδεσης και άλλων πτυχών που συνέδεαν την πραγματοποίηση του πραξικοπήματος με τα συμφέροντα και με τις νοοτροπίες των αξιωματικών της εποχής εκείνης.
Υπήρχε όμως και έναν άλλο μεγάλο ερώτημα: πώς έγινε το πραξικόπημα και δεν υπήρξε αντίδραση, λαϊκή αντίδραση, σε αυτό; Αποδόθηκε κατά κύριο λόγο ως ένδειξη κόπωσης του λαού από όλες τις προηγούμενες καταστάσεις, χρεοκοπίας των θεσμών. Η ίδια η Χούντα μάλιστα το παρουσιάζει και ως ένδειξη αποδοχής. Υπάρχει όμως ένα σχόλιο πολύ βασικό, του Μανούσου Πλουμίδη, ενός από τους πιο σημαντικούς Έλληνες δημοσιογράφους της εποχής, που ίσως μας δίνει και μια βασική εξήγηση για όσα συνέβησαν αργότερα και για μας εδώ.
Γράφει: «Ήτο τόσο επιβλητική η εμφάνισις της στρατιωτικής ισχύος ιδίως διά των τανκς ή τουλάχιστον τόσο κατέθλιβε την φαντασία το γεγονός ότι επενέβη ο Στρατός, ώστε εμπρός εις το γεγονός αυτό, να παραλύσει κάθε τυχόν διάθεσις αντιστάσεως. Η ψυχολογική στάσις του πολίτου έναντι του Στρατού είναι διαφορετική από εκείνη έναντι της Αστυνομίας…. Γνωρίζει εξ ίδιας πείρας την στρατιωτική πειθαρχίαν και δεν έχει αυταπάτας ως προς τας πιθανότητάς να αρνηθεί ο στρατιώτης να εκτελέσει διαταγάς…. απλώς εκτελείται αν αρνηθεί να εκτελέσει διαταγάς. Ο Στρατός είναι, εξάλλου, αναφανδόν ένοπλος και βρίσκεται ως εκ τούτου εις συντριπτικήν υπεροχήν έναντι του πολίτου, ο οποίος είναι άοπλος…. Ο Στρατός άλλωστε όταν αναλάβει δράσιν ως όργανο εσωτερικής τάξεως και επιβολής, δρα πάντοτε πέραν των συνήθων ορίων και νόμων».
Άρα έχουμε και μια εξήγηση της κατάστασης όπως διαμορφώθηκε και εξελίχθηκε αμέσως μετά το πραξικόπημα. Αυτές λοιπόν ήταν οι δυνάμεις που καθόρισαν και την τύχη της Κύπρου, όχι την 15η Ιουλίου του 1974 αλλά από την πρώτη στιγμή που οι Έλληνες αξιωματικοί απέκτησαν ρόλο στην Κύπρο. Από την εποχή της ΕΛΔΥΚ, του Γιωρκάτζη, του σχεδίου «Ακρίτας», της οργάνωσης του παρακράτους του ίδιου του καθεστώτος, με την άδεια και τον ορισμό από τον ίδιο τον Μακάριο για να οργανώσει τις παράνομες ομάδες. Άρχισε λοιπόν από τότε η παρέμβαση και από την πρώτη στιγμή βρήκαν ρόλο με την ανατρεπτική τους πολιτική έναντι των συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου. Οι διακοινοτικές διαφορές, η στρατικοποίηση της Κύπρου μετά το 1964, ιδιαίτερα μετά το 1967, ήταν το μόρφωμα που θα κατέληγε τελικά εις την καταστροφή της Κύπρου.
Θέλω να σε αυτό το σημείο να το μεθοδεύσω λίγο: η διά τρίτη φορά στρατικοποίησης του Κυπριακού κατέστρεψε την Κύπρο. Η μία με τον αγώνα της ΕΟΚΑ 1955-1959 (και το αναλύω στο βιβλίο το οποίο κυκλοφόρησα πέρσι), η δεύτερη στην προσπάθεια να καταστραφεί η συμφωνία Ζυρίχης και Λονδίνου, η συνύπαρξη Ε/Κυπρίων και Τ/Κυπρίων στην κυβέρνηση, για την ανατροπή του καθεστώτος διότι πιστεύαμε ότι με την καταστροφή των συνθηκών της Ζυρίχης και Λονδίνου θα απελευθερώνονταν όλες οι δυνάμεις μας και θα μπορούσαμε επιβάλουμε τη θέλησή μας. Ενώ με την κατάρρευση των συμφωνιών φάνηκε απλώς η αδυναμία μας. Και για να συγκαλυφθεί η αδυναμία μας μπήκαμε για τρίτη φορά σε στρατικοποίηση με τους χουντικούς αξιωματικούς, μέρα με τη μέρα είχαν και μεγαλύτερο ρόλο. Δεν ήταν Χούντα ακόμα τότες, αλλά ήταν με τη νοοτροπία τη χουντική, την αντικομουνιστική και την αντιδραστική, και με αυτή τη νοοτροπία ενεργούσαν.
Στην Κύπρο τι μας έλεγαν; «Εχθροί μας δεν είναι οι Τούρκοι, είναι οι κομμουνιστές». Έχω και προσωπική πείρα πάνω σε αυτό το θέμα, έκανα και εγώ τον ηρωικό εθνοφρουρό το 63-64, απόκτησα πολλές εμπειρίες από αυτό. Γίνονται γυμνάσια την εποχή της Χούντας το 1968 και, στην παρουσία του Γρίβα, έρχεται ένας αξιωματικός και μας εκφωνεί λόγο, ότι οι εχθροί μας δεν είναι οι Τούρκοι αλλά οι κομμουνιστές. Ήταν Κυριακή τέλειωνε και η άσκηση, πήγα στην εφημερίδα «Κύπρος» που συνεργαζόμουν τότε, με τον Κατσαμπά, και του λέω, Χρηστάκη το και το. Το κάναμε κύρια είδηση, γυμνάσια εφεδρείας κ.λπ. και οι αξιωματικοί λένε «εχθροί μας δεν είναι οι Τούρκοι, είναι οι κομμουνιστές», και από κάτω με μικρά γράμματα: «ταλαιπωρία μάλλον παρά άσκηση». Και παρεμβαίνει ο Γρίβας και μας προσάπτει κατηγορίες η Εισαγγελία, εισαγγελέας ο Ταλαρίδης. Γίνεται δίκη και καταδικαζόμαστε σε 500 λίρες πρόστιμο, όχι για την αναφορά ότι εχθροί μας είναι οι κομουνιστές και όχι οι Τούρκοι, αλλά για την μικρή αναφορά που έλεγε «ταλαιπωρία μάλλον παρά άσκηση». Η κατηγορία ήταν εσείς πού ξέρετε ποιον ήταν το νόημα της άσκησης, μπορεί το νόημα να ήταν η ταλαιπωρία σας. Και αυτό λειτούργησε όλα τα χρόνια, κυριάρχησε στην πολιτική ζωή της Κύπρου. Οι δε αξιωματικοί και ο Γρίβας δεν έστρεψαν τα όπλα εναντίον των δημοκρατικών μόνο κατά το πραξικόπημα, ήταν στραμμένα τα όπλα όλα τα χρόνια, και τα όπλα της Εθνικής Φρουράς και της ελληνικής δύναμης που ήταν στην Κύπρο- που εδώ που τα λέμε, είναι η άλλη μία μεγάλη ιστορία, για την οποία κάποτε θα πρέπει να μιλήσουμε.- Νόμιζε ο Παπανδρέου ότι έστελνε ελληνικό στρατό εδώ, ενώ στην πραγματικότητα ήταν μία ανεξέλεγκτη κατάσταση που λειτουργούσε και εναντίον της ίδιας της ελληνικής Κυβέρνησης και εναντίον της Κύπρου.
Τα όπλα ήταν στραμμένα από πριν το πραξικόπημα εναντίον των δημοκρατικών. Να αναφέρω και μία μαρτυρία. Μια συνομιλία του πρέσβη Μενέλαου Αλεξανδράκη με τον Μακάριο, ύστερα από συνάντηση με τον Γρίβα. Λέει στον Αρχιεπίσκοπο παράπονα του Γρίβα και του Γεωργιάδη, ότι σκοπός απαρέγκλιτος του Στρατού είναι «να μην χρησιμοποιήσει πρώτος αυτός τα όπλα ούτε εναντίον των Τούρκων ούτε εναντίον άλλου τινός». Και προχώρησε παρακάτω: «οι Έλληνες αξιωματικοί όμως δεν είναι δυνατόν να ανεχθούν ύβρεις εναντίον των οπλιτών, γνωρίζουν δε εκ μακράς πείρας να ανευρίσκουν ευχερώς τους κομμουνιστάς και να τους πλήττουν αποτελεσματικώς».
Πλήττοντας αποτελεσματικά οι αξιωματικοί έπληξαν και την Κύπρο και την οδήγησαν στην καταστροφή.
Θέλω να πω το εξής: Γίνεται το πραξικόπημα στην Ελλάδα, υπάρχει αυτή η δράση εδώ στην Κύπρο, εμείς εδώ στην Κύπρο δεν έχουμε σαφή αντίληψη το τι είναι Ελλάδα τι είναι ιστορικές εξελίξεις. Ζούμε μέσα σε μια μυθοποιημένη υπόθεση, σκηνοθετημένη από δασκάλους και παπάδες για την ιδανική Ελλάδα, τον συμβολισμό, τους ηρωικούς αγώνες, για την πάντοτε νικηφόρο και δοξασμένη Ελλάδα, χωρίς να ξέρουμε τους αγώνες του ελληνικού λαού, τα πάθη του ελληνικού λαού, τις προσπάθειες του ελληνικού λαού να διασφαλίσει κάποια δημοκρατικά δικαιώματα. Έτσι όταν γίνεται το πραξικόπημα στην Ελλάδα εδώ στην Κύπρο δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι οποίοι έλεγαν: «ξέρεις, οι στρατιωτικοί θα είναι και πιο πατριώτες από τους πολιτικούς, έτσι θα έχουμε και καλύτερη υποστήριξη».
Μετά από την πρώτη αντίδραση, υπήρξε ανοχή, αν όχι και λαϊκή υποστήριξη της χούντας στην Κύπρο και μπορώ να πω ότι ζήσαμε εμείς ως Επιτροπή για την Αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα την καταδίωξη και την απομόνωση μέσα στην κοινωνία, επειδή απλώς είμασταν αντι-χουντικοί, δημοκρατικοί. Αργότερα, όταν η Χούντα αναμετρήθηκε με τον Μακάριο, οι Κύπριοι κινήθηκαν Μακαριακά, όχι δημοκρατικά. Αντίθετα αναζητούσαν και τη βοήθεια του Παπαδόπουλου για να αντιμετωπίσουν τον Γρίβα εκείνες τις εποχές. Είναι μέσα σε αυτή τη σύγχυση, μέσα σε αυτό το κυκεώνα που οδηγήθηκε και η Κύπρος στην αυτοκαταστροφή, παρόλα τα μηνύματα, παρόλες τις καταστάσεις που ήταν σαφείς.
Όμως αφήσαμε τα πράγματα να εξελιχθούν με τον τρόπο που εξελίχθηκαν και μπορώ να πω, ότι αν ξέραμε την κατάσταση στην Ελλάδα, δεν θα λεγόταν το «συνεργαζόμαστε με κάθε ελληνική κυβέρνηση», δεν θα πλάθαμε τους μύθους που πλάσαμε, δεν θα πέφταμε στην παγίδα με εθνικιστικούς μανδύες, που δίχαζαν το λαό εσωτερικά και διαιώνιζαν τη σύγκρουση με τους Τ/Κύπριους, θα είχαμε μια άλλη αντίληψη για την κατάσταση στην Ελλάδα. Αν ξέραμε την κατάσταση, εάν μπορούσαμε να αντιληφθούμε, δεν θα είχαμε ούτε Γρίβα ούτε Γιωρκάτζη ούτε διακοινοτικές, δεν θα είχαμε ακόμα οδούς Ιωάννη Μεταξά, δεν θα είχαμε, όπως έχουμε τώρα στη Λευκωσία, οδούς Γράμμου και Βίτσι και να διαιωνίζεται στην Κύπρο ακόμα το εμφυλιοπολεμικό κλίμα, ως ηρωικές και νικηφόρες ενέργειες και θρίαμβοι ελληνικοί. Θα προστατεύαμε την ανεξαρτησία της Κύπρου και θα στηρίζαμε την ενότητα του λαού για ελευθερία και δημοκρατία.
Τάκης Χατξηδημητρίου
22 Απριλίου 2021