Το μνημόνιο και το "success story" της κυπριακής οικονομίας
Μύθοι και πραγματικότητες
Από την επιβολή του πρώτου μνημονίου τον Μάρτιο 2013 μέχρι την ‘έξοδο’ από τη δανειακή σύμβαση με τους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΔΝΤ τον Μάρτιο 2016, η επαναλαμβανόμενη επωδός της κυβέρνησης όσο και της Τρόικας για την κρίση της κυπριακής οικονομίας και το ‘πρόγραμμα σταθεροποίησης’ που επιβλήθηκε ως όρος για την παροχή δανειακής στήριξης της Κύπρου, είχε ως κύριους άξονες μια σειρά από μύθους και διαστρεβλώσεις.
Η κρίση της κυπριακής οικονομίας και η μνημονιακή πολιτική που επακολούθησε έχει μετατραπεί σε αντικείμενο ‘δημοσίων σχέσεων’, όπου οι κυβερνώντες μαζί με τη στήριξη των θεσμών της Ε.Ε. και του ΔΝΤ, με μια ξεκάθαρη πλέον νεο-αποικιακή προσέγγιση και πρακτική, έχουν την εντύπωση ότι με τη ρητορική και με το κατάλληλο ιδεολογικό περιτύλιγμα θα ανατρέψουν την πραγματικότητα της συνεχιζόμενης κρίσης της κυπριακής οικονομίας και τις πολιτικές και ταξικές της διαστάσεις.Κύριοι άξονες αυτής της ιδεολογικής διαστρέβλωσης, η οποία όχι μόνο υποτιμά τη νοημοσύνη των πολιτών και των εργαζομένων οι οποίοι έχουν υποστεί τις αρνητικές συνέπειες της κρίσης, αλλά επιδιώκει να αποκομίσει πολιτικά οφέλη για τη δεξιά πολιτική παράταξη, τις νεο-φιλελεύθερες πολιτικές και τα οικονομικά συμφέροντα που αντιπροσωπεύει, είναι: (ι) Η άποψη ότι η κρίση ήταν κυρίως αποτέλεσμα των πολιτικών της προηγούμενης κυβέρνησης, ιδίως όσον αφορά στην αύξηση των κυβερνητικών δαπανών, (ιι) με πολύ διστακτικό τρόπο και δευτερευόντως αναφέρεται ο τραπεζικός τομέας ως αιτία της κυπριακής κρίσης και μόνο ως αποτέλεσμα ‘κάποιων λαθών’ τραπεζικών στελεχών, (ιιι) το μνημόνιο και οι νεο-φιλελεύθερες πολιτικές που εμπεριέχει ήταν αναγκαίο και κατάλληλο για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης και ήταν λάθος της προηγούμενης κυβέρνησης που δεν το ζήτησε και εφάρμοσε νωρίτερα, (ιν) ως αποτέλεσμα των μνημονιακών πολιτικών ο τραπεζικός τομέας και η οικονομία γενικότερα έχει σταθεροποιηθεί και έχει ενταχθεί σε πορεία ανάπτυξης.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια της ιδεολογικής στρέβλωσης και αντιπαλότητας, η οποία καλύπτει βαθύτατα πολιτικά και ταξικά αντικρουόμενα συμφέροντα, θα πρέπει να αντικρισθεί και η άποψη ότι η Κύπρος έχει συμπληρώσει και έχει «εξέλθει» από το μνημόνιο και την επιτήρηση των θεσμών της Ε.Ε. και του Δ.Ν.Τ. και ότι αυτό αποτελεί «μεγάλη επιτυχία» της κυβέρνησης Αναστασιάδη και του υπουργού οικονομικών Χάρη Γεωργιάδη, οι οποίοι ως καλοί «messengers» μαζί με την στήριξη της Κυπριακής Βουλής, κατάφεραν να επιβάλουν στην κυπριακή οικονομία και κοινωνία μια σειρά από αντιδραστικά μέτρα τα οποία έχουν ανατρέψει ριζικά το κοινωνικό ισοζύγιο προς όφελος του κεφαλαίου και εις βάρος των εργαζομένων, έχουν αυξήσει τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, έχουν υποσκάψει τις δομές και προοπτικές του κοινωνικού κράτους και έχουν εξανεμίσει τις προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης.
Η κρίση της κυπριακής οικονομίας δεν οφείλεται σε λάθη της κυβέρνησης Χριστόφια ούτε και σε κάποιες επιλογές τραπεζικών στελεχών (αν και η διαχείριση της κρίσης από την κυβέρνηση Χριστόφια θα πρέπει να είναι αντικείμενο προβληματισμού και κριτικής) αλλά αποτελεί μέρος της παγκόσμιας κρίσης του καπιταλισμού. Το μοντέλο ανάπτυξης της κυπριακής οικονομίας, ο ρόλος του κράτους και οι διεθνείς διασυνδέσεις έχουν υποταχθεί σε μια συγκεκριμένη ταξική νεοφιλελεύθερη πολιτική που έχει οδηγήσει στη σημερινή οικονομική κρίση.
Η μακροχρόνια επικέντρωση της κυπριακής οικονομίας στον τουριστικό τομέα, η απο-βιομηχανοποίηση, η μείωση των φορολογικών συντελεστών με σκοπό την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων, η «χρηματιστικοποίηση» της οικονομίας και η υπέρμετρη ανάπτυξη του τραπεζικού τομέα, η φιλελευθεροποίηση και η απορρύθμιση των αγορών που επέβαλε η Ε.Ε., αποτελούν το διαρθρωτικό υπόβαθρο που έχει οδηγήσει την κυπριακή οικονομία στην πιο βαθιά κρίση της πρόσφατης ιστορίας της.
Όσον αφορά στην κρίση της Ευρωζώνης και τις πολιτικές λιτότητας που έχουν επιβληθεί στις χώρες της περιφέρειας, σκοπό έχουν να σπρώξουν τις οικονομίες των χωρών αυτών σε πιο βαθιά ύφεση, στην αύξηση της ανεργίας και τη μείωση των μισθών, και την εξανέμιση κάθε προοπτικής ανάπτυξης. Αυτή είναι η ουσία των νεο-φιλελεύθερων-μνημονιακών πολιτικών και αυτές είναι οι πολιτικές που έχουν εφαρμοσθεί στην Κύπρο με μεγάλη «επιτυχία».
Το κυπριακό μνημόνιο εμπεριέχει στοιχεία που το διαφοροποιούν από τα μνημόνια άλλων χωρών, λόγω των ιδιαιτεροτήτων της κυπριακής κρίσης και συγκεκριμένα το εύρος της κρίσης στον τραπεζικό τομέα. Η Κύπρος είναι η μόνη χώρα που προχώρησε σε μέτρα που καταστρατηγούν όχι μόνο τους κανόνες της Ε.Ε. αλλά και τις ίδιες τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής (νομική εξασφάλιση και προστασία της ιδιωτικής περιουσίας), με την απόφαση για «bailin»/ κούρεμα καταθέσεων (κατάσχεση ιδιωτικής περιουσίας με απόφαση του κράτους και της νομοθετικής εξουσίας). Κατά τα λοιπά, το κυπριακό μνημόνιο ακολουθεί τη γνωστή συνταγή που εφαρμόζει το ΔΝΤ σε αναπτυσσόμενες χώρες από την εποχή της κρίσης χρέους του Τρίτου Κόσμου και κυρίως στη Λατινική Αμερική από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, με τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές καταστροφικές επιπτώσεις κυρίως για τα φτωχά στρώματα και τους εργαζομένους.
Το κυπριακό μνημόνιο, στις διάφορες παραλλαγές του επικεντρώθηκε σε τρεις άξονες. Πρώτο, η δημοσιονομική λιτότητα με σκοπό να μειωθούν τα ελλείμματα και να επιτευχθούν πρωτογενή πλεονάσματα (αφαιρώντας τόκους και χρεολύσια), δεύτερο, αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα και τρίτο φιλελευθεροποίηση και απορρύθμιση των αγορών και ιδιωτικοποιήσεις. Στους πρώτους δύο άξονες, η κυπριακή κυβέρνηση και η Τρόικα πέτυχαν τους στόχους τους. Όσον αφορά στη δημοσιονομική λιτότητα, αυτός ο στόχος επετεύχθη μέσω της μείωσης των μισθών και συντάξεων, τη μείωση των θέσεων εργασίας στο δημόσιο, τη μείωση των κυβερνητικών δαπανών και την αύξηση της φορολογίας. Αυτές οι πολιτικές σπρώχνουν την οικονομία πιο βαθιά στην ύφεση, με αποτέλεσμα τη μείωση του ΑΕΠ κατά 10%, την αύξηση της ανεργίας στο 15% και τη μείωση των μισθών κατά 25% τα τελευταία τρία χρόνια. Εν τούτοις, η μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων θεωρείται η πρώτη μεγάλη «επιτυχία» της μνημονιακής πολιτικής στην Κύπρο, αγνοώντας τις καταστροφικές επιπτώσεις στην οικονομία και στην κοινωνία. Και αυτή η πολιτική θα εντατικοποιηθεί στα επόμενα χρόνια αφού θα επιδιωχθούν συνεχή πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3%-4% του ΑΕΠ. Η δημοσιονομική λιτότητα ενσωματώνεται και εδραιώνεται στην οικονομική πολιτική της Κύπρου για τα επόμενα χρόνια και γίνεται προσπάθεια να αποτελέσει θεσμοθετημένη πτυχή μιας πιθανής λύσης του Κυπριακού.
Στον δεύτερο άξονα της μνημονιακής πολιτικής, την αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα, το κυπριακό κράτος μέσω της εκβιαστικής πίεσης της Τρόικας, πήρε τη μορφή ενός ληστρικού κράτους, αφαιρώντας περιουσιακά στοιχεία πολιτών, οργανισμών και ξένων καταθετών μέσω νομοθετικής πράξης. Η κατάσχεση καταθέσεων ήταν της τάξης των 8 δις, γύρω στο 50% του ΑΕΠ, ένα ποσό που υπερβαίνει την δανειακή στήριξη της Τροϊκα η οποία ήταν τελικά 7,2 δις. Εν τούτοις, ο τραπεζικός τομέας στην Κύπρο, παραμένει με ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων γύρω στο 50%, χωρίς να έχει τη δυνατότητα παροχής δανείων και φυσικά κανένας να μην θέλει να κάνει καταθέσεις σε κυπριακές τράπεζες αν μπορεί να το αποφύγει. Η αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα οδήγησε σε ένα ανύπαρκτο σύστημα όσον αφορά συμβολή στην οικονομική ανάπτυξη, τεράστιες εξουσίες στη διαχείριση δανείων και στην εκποίηση εξασφαλίσεων (συμπεριλαμβανομένης της πρώτης κατοικίας), στο ξεπούλημα δανείων σε ξένα ταμεία και σε ένα ιδιοκτησιακό καθεστώς και διοίκηση που ανήκει στο διεθνές παρασιτικό κεφάλαιο. Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλη «επιτυχία» των μνημονιακών πολιτικών στην Κύπρο. Και οι διαδικασίες ιδιωτικοποίησης του συνεργατικού τραπεζικού τομέα έχουν ήδη δρομολογηθεί.
Στον τρίτο άξονα της νεο-φιλελεύθερης μνημονιακής πολιτικής στην Κύπρο που αφορά τις ιδιωτικοποιήσεις, η αντίσταση των εργαζομένων, των συνδικάτων και των πολιτικών δυνάμεων της Αριστεράς, μέχρι στιγμής τις έχει αποτρέψει. Αλλά οι προσπάθειες της κυβέρνησης και της Τρόικας θα συνεχισθούν, με τη συνεχή υπόσκαψη των δημόσιων Οργανισμών μέχρι το σημείο όπου η επιβίωσή τους να καταστεί προβληματική.
Η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης και της Τρόικας τα τελευταία τρία χρόνια είχε ως αποτέλεσμα τη βαθιά ύφεση, την ανεργία, τη μείωση μισθών, συντάξεων και περιουσιακών στοιχείων, αποδυναμωμένο συνδικαλιστικό κίνημα και με αυξημένες εξουσίες σε ένα πτωχευμένο τραπεζικό σύστημα.
Αυτές είναι οι μεγάλες «επιτυχίες» της νεο-φιλελεύθερης, μνημονιακής πολιτικής οι οποίες προκαλούν τον θαυμασμό και τα συγχαρητήρια της Τρόικας και απονέμουν τον τίτλο του «success story». Επίσης, αυτές οι «επιτυχίες» αναγνωρίζονται και από τους οίκους αξιολόγησης με αποτέλεσμα τώρα η Κύπρος να μπορεί να δανείζεται με επιτόκιο 4-4,5%, δηλαδή αρκετά πιο ψηλό από το επιτόκιο της Τρόικας!
Οι πολιτικές αυτές έχουν ανατρέψει ριζικά τις σχέσεις παραγωγής στην Κύπρο, προκαλώντας τη φτωχοποίηση μεγάλου μέρους της κοινωνίας, την αποδυνάμωση του συνδικαλιστικού κινήματος και την παροχή υπερεξουσιών στον τραπεζικό τομέα.
Οι ευθύνες των αριστερών πολιτικών δυνάμεων στην Κύπρο, σε αυτή τη φάση είναι μεγάλες. Τι διαφορετικό θα μπορούσε να γίνει; Το παράδειγμα της Ισλανδίας, η οποία τώρα βρίσκεται σε τροχιά ανάπτυξης και με ανέπαφο το κοινωνικό της κράτος, είναι ενδεικτικό: άμεση εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, πολύ σύντομη εκδίκαση και φυλάκιση των τραπεζιτών και πολιτικών που ενέχονταν στα τραπεζικά σκάνδαλα και επιστροφή στην πραγματική παραγωγική διαδικασία, στη γεωργία, στην αλιεία, στη γεωθερμική ενέργεια, στον τουρισμό.
Ο αγώνας για εναλλακτική πολιτική στην Κύπρο δεν μπορεί παρά να έρθει σε ρήξη με τις νεο-φιλελεύθερες πολιτικές στην Ευρώπη. Η ενότητα του εργατικού κινήματος στη βάση ενός προγράμματος που να εξυπηρετεί τα συμφέροντα της κοινωνικής πλειοψηφίας, η συνεργασία και ο κοινός προσανατολισμός Ε/κ και Τ/κ αριστερών πολιτικών δυνάμεων και συνδικάτων, καθώς και η σύνδεση αυτού του αγώνα με τις ανερχόμενες ευρωπαϊκές οργανώσεις και κινήματα της Αριστεράς, είναι η μοναδική προοπτική που μπορεί να δώσει εναλλακτικές λύσεις στον αντίποδα της ληστρικής νεο-φιλελεύθερης πολιτικής.
του Παναγιώτη Παλλίνη