marxoudi_web1ekfrasi_logolhs_logo

 

 

Χαιρετισμοί Τάκη Χατζηδημητρίου και Θέμου Δημητρίου στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου.

ΓΡΑΦΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Το Καφενείο της Πέμπτης είναι  με μεγάλη χαρα που συνδιοργανώνει αυτη την παρουσίαση του βιβλίου του Χρίστου Χατζήπαπα «Καλύτερα να μην συναντιόμασταν».  Τον Χρίστο Χατζήπαπα τον ξέραμε απο τα βιβλία-του και τις πολιτιστικες-του δραστηριότητες.  Ωσπου μια μέρα μας αγκάλιασε με αγάπη και έγινε μέρος και της δικης-μας οικογένειας – της οικογένειας των θαμώνων του Καφενείου.

Aλλος λόγος που χαίρομαι είναι γιατι έχω την τιμη να χαιρετήσω αυτη την έκδοση που πιστεύω πως μπορει να προσφέρει πολλα στο γράψιμο της Κυπριακης Ιστορίας.  Μια προσφορα που δεν έχει τόσο να κάμει με την τεκμηρίωση ή την ακαδημαϊκη αναζήτηση των γεγονότων όσο με τη δημιουργία του αναγκαίου χώρου για την ανάπτυξη της ιστορικης αλήθειας.  Ενός χώρου που έχει ασφυκτικα συμπιεστει απο το κυρίαρχο εθνικο αφήγημα για την τραγωδία της υπονόμευσης της Κυπριακης Δημοκρατίας και του καλοκαιριου του 1974.

Λέγεται ότι η Ιστορία γράφεται απο τους νικητες.  Τί γίνεται όμως όταν δεν υπάρχουν νικητες;  Ποιοι ήταν οι νικητες στη σύγκρουση «Μακαριακων» και «Γριβικων»;  Τί κρυβόταν πίσω απο τα δυο στρατόπεδα και τί, ιστορικα, αντιπροσώπευσε το καθένα;  Σήμερα, μισο αιώνα μετα τα τραγικα γεγονότα, η Ιστορία όχι μόνο δεν προσεγγίζει την αλήθεια μα συνεχίζει να απομακρύνεται απο αυτην.  Μια Ιστορία γραμμένη, όχι απο τον νικητη, αλλα απο ότι πιο αντιδραστικο επιβίωσε στο κάθε στρατόπεδο.  Μια Ιστορία που επιβάλλεται σχεδον δια πυρος και σιδήρου, μια Ιστορία που καταδυναστεύει την Κυπριακη κοινωνία, μια Ιστορία που υπεραπλουστεύει τα γεγονότα, μια Ιστορία τόσο πρόδηλα ψεύτικη που αποξενώνει τους νέους, σπρώχνοντάς-τους σε αναζητήσεις άρνησης, ενίοτε επικίνδυνες.

Το 2004 φαίνεται να αποτελει κομβικο μεταβατικο σημείο για τη γραφη της Ιστορίας.  Η αποτυχία του Δημοψηφίσματος για το Σχέδιο Αναν και η χρεωκοπία του αφηγήματος του «όχι» που ακολούθησε, φαίνεται να αποτέλεσε μια οδυνηρη αφύπνιση τόσο του εθνικιστικου απορριπτισμου όσο και της προσδοκίας της επανένωσης της Κύπρου μέσα απο  τις διακοινοτικες συνομιλίες υπο την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνων.  Τόσο η συστηματικη προσέγγιση της γραφης της Ιστορίας όσο και η πνευματικη δημιουργία στο χώρο της λογοτεχνίας, της τέχνης, του κινηματογράφου, αρχίζουν να διαχειρίζονται τα γεγονότα του 1974 με διαφορετικο τρόπο.  Αμφισβητουν το κυρίαρχο αφήγημα, περιγράφουν πιο ρεαλιστικα τα γεγονότα και δίνουν νέες διαστάσεις και ερμηνείες.

Μέρος αυτης της αμφισβήτησης αποτελει και η αποψινη βραδυα.  Είναι λοιπον διπλη η ικανοποίησή-μου να προσφωνήσω τη δουλεια ενός φίλου αγωνιστη δημιουργου και να πάρω στα χέρια-μου αυτο το νέο αλώνι αγώνα.  Η δουλεια του Χρίστου Χατζήπαπα και η δουλεια δεκάδων ανθρώπων του πνεύματος και της δημιουργίας που γίνεται απο το 2004 και μετα, και θα συνεχίσει να γίνεται, είμαι βέβαιος, στην επόμενη περίοδο, διευρύνει το χώρο για μια πιο ολοκληρωμένη αλήθεια προσφέροντας, η κάθε μια απο τη δικη-της σκοπια, οπτικες που απαγορεύονται απο τους βολεμένους του στάτους κβο.

Καλύτερα, Χρίστο, που συναντιόμαστε…

ΘΕΜΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ   

23 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2023

 

Καλύτερα να μη συναντιόμασταν

Το μυθιστόρημα του Χρίστου Χατζήπαπα, «Καλυτέρα να μην συναντιώμασταν», που σήμερα έχουμε τη χαρά και το προνόμιο συζητούμε, αποτελεί επίτευγμα ζωής για το συγγραφέα και μνημείο καθοριστικό για τον τόπο και τους ανθρώπους του. Είναι ένα μυθιστόρημα γραμμένο μισό αιώνα μετα το πραξικόπημα και την εισβολή, μετά την καταστροφή. Κι όμως δεν είναι παρελθόν. Είναι οδυνηρό παρόν. Για τους παλαιότερους ανάμνηση συμβάντων σκέψεων και δοκιμασιών που τους συνοδεύουν δια βίου, για τους νεότερους ιστορία συγκλονιστική και πραγματικότητα οδυνηρή.  Είναι βιβλίο ενός ελευθέρου μυαλού , ενός ελευθέρου ανθρώπου. Δίκαιο , ειλικρινές αποκαλυπτικό από κάθε πλευρά. Βάζει ερωτήματα και ξεκινά από το αρχικό:  Είπαμε ότι πολεμήσαμε και νικήσαμε, κάναμε κράτος δικό μας. Εφόσον έτσι είχαν τα πράγματα, τότε   γιατί σε τρία χρόνια έπρεπε να το καταστρέψουμε, να ξαναπολεμήσουμε, να θέλουμε να ξανανικήσουμε;  Να νικήσουμε ποιον; Δεν υπήρχε πια κατοχή στο νησί. Το ζητούμενο ηταν η συμβίωση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων και εκεί αποτύχαμε. Την ανατροπή συνόδεψε πόνος, ορφάνια, πένθη και συγκρούσεις.  Η νίκη ηταν κανενός.  Τρώγαμε από για σάρκες μας .

Αυτά ακριβώς προβάλλονται μέσα στο μυθιστόρημα του Χρίστου Χατζήπαπα.  Ο συγγραφέας συγκεντρώνει τη προσοχή του στη ζωή των ανθρώπων. Τους παρακολουθεί να ωριμάζουν και ν’ ανακαλύπτουν αλήθειες που δε τις υποψιάζονταν, να μαθαίνουν συμβάντα που δεν τα διανοήθηκαν. Και όλα αυτά να πλέκονται μέσα στο ψυχικό και το συναισθηματικό τους κόσμο, στους έρωτες τους και στα σχέδια της ζωής τους. Δεν βλέπει μόνο αυτά ο συγγραφέας, καταγράφει με σαφήνεια τα ελλείματα και τις ευθύνες της πολιτικής ζωής και της ηγεσίας. Εκείνους που ήξεραν, και διερωτάται: Τι έκαναν; Γιατί τ’ άφηναν  να γίνουν; Γιατί  αποσιωπούσαν τα εγκλήματα; Ο συγγραφέας συζητά τα πάντα, το Μακάριο, το Γρίβα, την Ελλάδα. Ποια Ελλάδα; Γιατί υπάρχει και εκείνη που αγαπά, όμως και η άλλη Ελλάδα που έσπερνε την ανωμαλία και που τελικά έκανε το πραξικόπημα  και έφερε την καταστροφή.

Κρίνει Αμερικάνους και Ρώσους. Μιλά ακόμη για τους πνευματικούς ανθρώπους για εκείνους που τους ταιριάζει ο έπαινος, αλλά και τους άλλους τους συμβιβασμένους που από υπολογισμό και πνευματική ανικανότητα, συγκαλύπταν ή ακόμα εξυμνούσαν τη χούντα. Έχουν κι αυτοί ευθύνη. Πολύ μεγάλη ευθύνη, και ας μη είναι ορατή στους πολλούς. Θα μπορούσαν να κτίσουν την άμυνα του τόπου πάνω σε πνευματικές αξίες, και δε το έκαναν.

Το βιβλίο είναι πολυσύνθετο, πολύπλευρο, καλύπτει κάθε έκφανση της ζωής, της ιστορίας και της εποχής. Κινείται πέραν από τις συνθήκες,  είναι υπερβατικό.  Τα βλέπει όλα, όσα καθορίζουν την ζωή των ανθρώπων αλλά και όσα ορίζουν τη μοίρα του τόπου. Τα  ζωντανεύει με τους ήρωές του μέσα από τις πραγματικές και τις υποθετικές του εμπειρίες. Αντλεί συμβάντα από  την ιστορία για να  οικοδομήσει και να τεκμηριώνει το δικό του μύθο. Καταφυγή αναγκαστική για μια εποχή με  παραμορφωμένο το νόημα των λέξεων και των ρόλων, με Έλληνες και ανθέλληνες, ενωτικούς και ανθενωτικούς και με εχθρούς μας τους Κομμουνιστές, όχι την Τουρκία.

Για να μιλήσει για όλα αυτά ο Χρίστος πέρασε πολύ καιρό μέσα σε αγωνία και συγκίνηση. Τα γεγονότα το συγκλόνιζαν, βρισκόταν  ο ίδιος σε μια διαρκή αναστάτωση. Δούλεψε πολύ. Τα ζύγισε, τα συζήτησε, έμεινε μαζί τους πολύ καιρό, μέχρι που δε μπορούσε πια να σιωπά και τότε μας είπε ότι η ιστορία δεν είναι διακόσμηση, δεν είναι ένα ωραίο παραμύθι στο κόσμο της Κύπρου, είναι σώμα που βιάστηκε που βασανίστηκε που παραμορφώθηκε. Αυτό το σώμα της ιστορίας πήρε  στα χέρια του με αγάπη και πόνο, το ξανάπλασε, το έκανε μύθο και το παρέδωσε σε όλους μας . «Καλυτέρα να μη συναντιόμαστε»  μας λέγει. Όμως συναντηθήκαν άνθρωποι και ιστορία και ταυτίστηκαν με τα πάθη του νησιού. Έτσι μέσα από το πόνο της συνάντησης, βγαίνει ο ανθρώπινος και ο εθνικός πόνος της Κύπρου και των Κυπρίων, όλων των Κυπρίων. Και αλλοίμονο, είναι πόνος που θα διαρκέσει και θα γράφονται, και θα ξαναγράφονται βιβλία, για τα χρόνια που ζήσαμε όλοι εμείς. Ίσως μάλιστα οι μεταγενέστεροι να μας αντιμετωπίσουν αυστηρά και χωρίς έλεος. Όπως σημειώνει ο συγγραφέας θα αποκαλυφθούμε, στα μάτια τους  όλοι ένοχοι, συνένοχοι, ακόμη και οι αθώοι, ως  υπεύθυνοι για όσα τραγικά συνέβησαν.

Λέγεται: ξεχάστηκε το Κυπριακό. Δε ξέρω αν ξεχάστηκε ως πολιτικό πρόβλημα. Εκείνο όμως για το οποίο είμαι βέβαιος είναι ότι οι ιστορίες που συνοδεύουν το «Καλυτέρα να μη συναντιόμασταν»,  από την εποχή της ανακήρυξης της Δημοκρατίας, μέχρι τα 13 Σημεία, το σχέδιο «Ακρίτας», τις διακοινοτικές, τους φόνους, τη χούντα, την ΕΟΚΑ β΄, το πραξικόπημα, την εισβολή, τους αγνοουμένους, το Σανταλάρι και την  Τόχνη, το Παλαίκυθρο και την Άσσια, παραμένουν όλες, μα όλες αυτές  οι ιστορίες ζωντανές και αλησμόνητες.

Εκείνο, ίσως, που πάει να ξεχαστεί είναι τι σήμαιναν για τη ζωή των ανθρώπων. Είναι ακριβώς αυτά που βγάζει στην επιφάνεια ο Χρίστος Χατζήπαπας με το Στάθη, την Ανδριανή, το Φίλιππο, τον Αλέξη, το μεγάλο και το μικρό Μένιο, που το λένε παιδί αγνοούμενου ενώ ο πατέρας του είναι μαζί του, ζωντανός. Είναι ο νέος που η μοίρα του επιφύλαξε την τύχη να ξεδιαλύνει καταστάσεις για  να δώσει συνέχεια στη ζωή.

Στο βιβλίο υπάρχουν, μπορώ να πω κυριαρχούν,  κι εκείνοι που  πάλεψαν που κτυπήθηκαν, που αντιστάθηκαν. Στο πρόσωπό τους, μας λέει ο συγγραφέας, «η πατρίδα είναι που έφαγε εκείνο το ξύλο με τον ιστό της σημαίας». Και από πλάι οι ανθρώπινες καταστάσεις,  τα σκυλιά των τύψεων. Ναι! Αν έλειπαν τα σκυλιά, η ύβρις και η άτη, δε θα υπήρχε μυθιστόρημα. Και δε θα υπήρχε αν όλα όσα συνέβησαν έμεναν απρόσβλητα, αναπάντητα. Θα ηταν μόνο μια λιτανεία. Δε θα υπήρχε ακόμα το μυθιστόρημα αν έλειπε το παραλήρημα του Αλέξη στον επικήδειο του αγνοουμένου Φίλιππου. Το ξεχείλισμα της δικαιολογημένης οργής για το ατιμώρητο έγκλημα, αλλά και για εκείνους που απλά διαχειρίζονταν το κακό που ερχόταν. Και αυτό γιατί στη βία, στη κάθε καταπίεση, μόνη απάντηση, έπρεπε να ήταν ο αγώνας, ο πόλεμος, για τη δημοκρατία και την ελευθερία.

Ο Αισχύλος στο τάφο του έγραψε μόνο, ότι πολέμησε στο Μαραθώνα.

Σ’ ευχαριστούμε Χρίστο για το βιβλίο σου.

Τάκης Χατζηδημητρίου

23/2/2023