Don’t look up: H “υπερβολή” σαν μέθοδος ανάδειξης της πραγματικότητας
Η πρόσφατη προβολή της ταινίας “Don’t Look Up” είσπραξε ανάμεικτα αισθήματα. Άλλοι την είδαν σαν μια από τις καλύτερες του 2021 ενώ άλλοι την είδαν σαν μια μέτρια ταινία, με στοιχεία υπερβολής. Προσωπικά συμφωνώ με την πρώτη άποψη ότι ήταν δηλαδή μια από τις καλύτερες της χρονιάς και θα συμφωνούσα με τον γνωστό αστροφυσικό επιστήμονα Neil deGrasse Tyson όταν δήλωνε “Everything I know about news-cycles, talk shows, social media, & politics tells me the film was instead a documentary”. Στην ουσία κατατάσσει το έργο στην κατηγορία των ντοκιμαντέρ αφού αντικατοπτρίζει το εφιαλτικό αλλά και συνάμα, πραγματικό επίπεδο που έχουν καταντήσει τις κοινωνίες αυτοί που κρατούν τα ηνία της πολιτικής και πολιτιστικής ηγεμονίας όπως θα χαρακτήριζε ο Γκράμσι την αέναη προσπάθεια της αστικής τάξης να συντηρήσει το σύστημα εξουσίας της πάνω στην κοινωνία.
Μήπως υπάρχουν στοιχεία μιας μεγάλης υπερβολής στην ταινία; Προσωπικά δεν είμαι και πολύ σίγουρος αν και δεν μπορώ να πω ότι είμαι εναντίον της υπερβολής σαν μια διαδικασία για να αναδειχτεί η εγκυρότητα μιας θεωρίας ή να παρουσιαστεί μια εικόνα που προκαλεί τις αισθήσεις που σκοπό έχει να αποκαλύψει ή να εκφράσει τις εσωτερικές πτυχές της ανθρώπινης σκέψης. Για παράδειγμα, την ανάδειξη της υπερβολής την βλέπουμε στην επιστήμη των οικονομικών. Η ανάλυση μιας κοινωνίας που λειτουργεί κάτω από ένα σύστημα τέλειου ανταγωνισμού τι άλλο θα μπορούσε να ήταν από μια υπερβολή ακριβώς για να αναδείξει το ατελές της σημερινής πραγματικότητας που ονομάζεται ολιγοπωλιακός ή μονοπωλιακός καπιταλισμός. Την υπερβολή την βλέπουμε σαν ένα τρόπο έκφρασης και στις τέχνες, στη λογοτεχνία στη ποίηση τη ζωγραφική, στο χορό, ακριβώς σαν μια τεχνοτροπία που αναδύει τις ανησυχίες, τους εφιάλτες αλλά και την ομορφιά του εσωτερικού κόσμου του δημιουργού και τον τρόπο που συνδέει τον εαυτό του με κάποια τουλάχιστο κομμάτια της κοινωνίας.
Από την άλλη, δεν είμαι και τόσο σίγουρος ότι το σενάριο και όλη η πλοκή του έργου είναι μη ρεαλιστική έχοντας κατά νου πολλά βιώματα μου σ’ ένα πολύ μικρό χώρο όπως είναι η Κύπρος. Φέρνω στο νου μου εκείνο τον Μάρτη του 2013 όπου η χρεοκοπία του τραπεζικού συστήματος και το μεγάλο κούρεμα προοιώνιζε καταστροφή της κυπριακής οικονομίας με συνεπακόλουθο την ανεργία, το κουτσούρεμα του κοινωνικού κράτους, τις εκποιήσεις της κατοικίας των δανειοληπτών, τις εξώσεις και γενικά την φτωχοποίηση μια πολύ μεγάλης μερίδας της εργατικής τάξης. Τις αμέσως επόμενες ημέρες χιλιάδες λάου πανηγύριζαν τραγουδώντας και χορεύοντας στη μεγάλη γιορτή του καρναβαλιού στη Λεμεσό. Κανένας δεν πήγε να λιντσάρει τους, κατά τον Αβέρωφ, “καλύτερους τραπεζίτες του κόσμου” που προκάλεσαν τέτοια ανείπωτη καταστροφή (don’t look up). Ήταν τόσο εκπληκτική η “ειρηνική” αντίδραση του κόσμου που τα κανάλια γύρευαν με αγωνία κανένα πονεμένο που θα πήγαινε να ρίξει έστω καμιά πέτρα σε κανένα υποκατάστημα της Λαϊκής ή έστω κανένα αβγό σε κάποιο από τα μεγάλα ρεμάλια των τραπεζών, αλλά μάταια.
Δεν θα μακρολογήσω γιατί είμαι σίγουρος ότι όλοι μας έχουμε κάτι να θυμηθούμε για να δικαιώσουμε την ταινία. Απλά πριν κλείσω θα ήθελα να αναφέρω αυτό που έγραψε και ο Μακάριος Δρουσιώτης στο πρόσφατο βιβλίο του, ότι ο Αναστασιάδης τη παραμονή της αναχώρησης του για το Γκραν Μοντάνα για να συμμετάσχει σε μια από τις πιο κρίσιμες συνομιλίες για το μέλλον της Κύπρου, συγκάλεσε σύσκεψη στο προεδρικό για να συντονίσει την προεκλογική του εκστρατεία ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2018. Πιστεύω ότι ο Αναστασιάδης θα ήταν πολύ πιο κυνικός (και ειλικρινής) από την Meryl Streep γιατί στο κάτω – κάτω της γραφής η Meryl υποδύεται ένα φανταστικό χαρακτήρα ενώ ο Αναστασιάδης είναι ο εαυτός του εκφράζοντας τον πραγματικό, ατόφιο χαρακτήρα του.
Δημήτρης Δημητρίου
2 Ιανουαρίου 2022