Εξομολόγηση
Η χούντα ήταν στη βράση της όταν κατατάχτηκα το 72. Ήξερα ότι δεν με περίμεναν καλές μέρες ένεκα της προηγούμενης πολιτικής μου δραστηριοποίησης αλλά ουδέποτε πέρασε από το νου μου το μέγεθος της βαρβαρότητας των φασιστών αξιωματικών, κύρια από την Ελλάδα. Δεν υπολείπονταν όμως φασιστικής νοοτροπίας και πολλοί κύπριοι αξιωματικοί μιμούμενοι τους πιο original έλληνες συναδέλφους τους. Στο Διόριος είχαμε έναν έλληνα λοχαγό (δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομα του), ψηλός με ασύμμετρες διαστάσεις, καρκανίκαβλος που λέμε στην καθαρεύουσα, άσχημος ακόμα και με τα πιο επιεική κριτήρια αισθητικής, που δεν του έφτανε η κακασχήμια του ήταν και φασίστας από πάνω. Τώρα δεν ξέρω, τον έβλεπα άσχημο διότι ήταν φασίστας; Θα τον έβλεπα άραγε σαν ένα γλυκό και συμπαθητικό ανθρωπάκο αν δεν ήταν; Θα σας γελάσω. Αυτός λοιπόν, έστελλε τους ‘κομμουνιστάς’ σε μια τρύπα με διαστάσεις 2 Χ 2 και 3 μέτρα κάτω από τη γη την οποία γέμιζαν με 20-30 πόντους νερό. Εκεί έπρεπε να περάσουν τις άγριες νύκτες του χειμώνα οι ‘παλιοκομμουνιστές‘. Τα γογγυτά τους ακούονταν όλη την νύκτα απ' άκρη σ' άκρη του στρατοπέδου και μας έσκιζαν το μέσα μας με λεπίδι αργά–αργά, λεπτό με λεπτό. Ήταν η ώρα που σκουλλλιζούμασταν τις μπατανίες… Τη σκοπιά πάνω από την τρύπα συνήθως την επάνδρωναν στρατιώτες που τους είχαν καρφώσει για αριστερούς ή του Μούσκου (το κοσμικό όνομα του Μακαρίου). Τα φασιστούθκια ήταν κρυμμένα πίσω από τα δέντρα. Αν ο σκοπός έλειωνε από τις κραυγές του παιδιού που πάγωνε μέσα στη τρύπα και του έριχνε τίποτε κάλτσες, η κανένα κουτάλι για να σκάψει καμιά κουφάλα στο πλευρό της τρύπας για να πατήσει σε μια προσπάθεια να κρατηθεί έξω από το νερό, τότε αυτοί αμέσως φανερώνονταν, τον άρπαζαν και τον έριχναν και αυτόν μέσα στη τρύπα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μου ένα πρωί που έβγαλαν από τη τρύπα ένα στρατιωτούδι που τα κοτσινοχώρκα. Ήταν ένας ζωντανός νεκρός. Πρώτη φορά έβλεπα τόσο χλωμό χρώμα σ’ ένα ζωντανό άνθρωπο. Δεν μπορούσε καν να περπατήσει και έπρεπε να τον κουβαλήσουμε στο θάλαμο και να τον ‘στήσουμε‘ για την αναφορά για να μεν φάει τζ’ άλλο πειθαρχείο. Τι άλλο να πρωτοθυμηθώ… Τις διαταγές για συνεχή μεταβολές μέσα στο θάλαμο από τις δυο το πρωί μέχρι το ‘εγερτήριο’; Το σκαρφάλωμα κάθε πρωί στα δέντρα με τη διαταγή να κελαηδούμε για να γελούν οι ‘εθνικόφρονες‘; Την ώρα της αντικομουνιστικής προπαγάνδας γεμάτο με γελοία επιχειρήματα και ψευτιές;
Στο λεωφορείο για το σπίτι στη μηνιάτικη μου έξοδο, πάντα σιωπηλός… η σιωπή της φανερής πίκρας και του θυμού. Στα μέσα της διαδρομής, κάπου κοντά στον Άγιο Βασίλειο, ο νους μου αντάρτης με το ίδιο πάντα όνειρο: Να αξιωθώ να δω τους αξιωματικούς μου νεκρούς… Τότε μόνο άρχιζα να χαμογελώ…
Δημήτρης Δημητρίου
21 Απριλίου 2020